τριούσιος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(6_17)
 
(42)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τριούσιος''': -ον, ὁ ἐκ τριῶν οὐσιῶν, Εὐστάθ. ἐν Mai Spicil. 5. 371.
|lstext='''τριούσιος''': -ον, ὁ ἐκ τριῶν οὐσιῶν, Εὐστάθ. ἐν Mai Spicil. 5. 371.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] ουσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ούσιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐσία]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>ούσιος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τριούσιος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν οὐσιῶν, Εὐστάθ. ἐν Mai Spicil. 5. 371.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που αποτελείται από τρεις ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ούσιος (< οὐσία), πρβλ. πολυ-ούσιος].