χθονόπλαστος: Difference between revisions

46
(6_17)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χθονόπλαστος''': -ον, ὁ ἐκ τῆς γῆς πλασθείς, γήϊνος, «χθονοπλάστου· ἀπὸ τῆς γῆς πλασθέντος» Σουΐδ.
|lstext='''χθονόπλαστος''': -ον, ὁ ἐκ τῆς γῆς πλασθείς, γήϊνος, «χθονοπλάστου· ἀπὸ τῆς γῆς πλασθέντος» Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει πλαστεί από τη γη, [[γήινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χθών]], <i>χθονός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πλαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλαστός]] <span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κηρό</i>-<i>πλαστος</i>].
}}
}}