χθονόπλαστος

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χθονόπλαστος Medium diacritics: χθονόπλαστος Low diacritics: χθονόπλαστος Capitals: ΧΘΟΝΟΠΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: chthonóplastos Transliteration B: chthonoplastos Transliteration C: chthonoplastos Beta Code: xqono/plastos

English (LSJ)

χθονόπλαστον, formed of earth, Suid.

German (Pape)

[Seite 1355] von Erde gebildet, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

χθονόπλαστος: -ον, ὁ ἐκ τῆς γῆς πλασθείς, γήϊνος, «χθονοπλάστου· ἀπὸ τῆς γῆς πλασθέντος» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πλαστεί από τη γη, γήινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + -πλαστος (< πλαστός < πλάσσω), πρβλ. κηρόπλαστος].