τιθαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(6_12)
 
(41)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῐθαίνομαι''': ἴδε [[τιθηνέω]].
|lstext='''τῐθαίνομαι''': ἴδε [[τιθηνέω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[τρέφω]] κάποιον ως [[τροφός]], [[θηλάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιθήνη]] «[[τροφός]]». Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. <i>ἐτιθήνατο</i>].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τῐθαίνομαι: ἴδε τιθηνέω.

Greek Monolingual

Α
τρέφω κάποιον ως τροφός, θηλάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιθήνη «τροφός». Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. ἐτιθήνατο].