Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(46) |
(No difference)
|
και χαραμοφάγος και χαραμοφάς και χαραμοφάος, ο, θηλ. χαραμοφάισσα και χαραμοφάγα και χαραμοφάγισσα, ουδ. χαραμοφάγικο και χαραμοφάικο, Ν
αυτός που τρέφεται εις βάρος άλλου χωρίς να εργάζεται ή χωρίς να αποδίδει όσο πρέπει, παράσιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαράμι + -φάγος].