χαράμι
Greek Monolingual
Ν
επίρρ.
1. ανώφελα, χωρίς αποτέλεσμα («χαράμι κουράστηκα τόσον καιρό»)
2. φρ. «χαράμι να σού γίνει»
(ως κατάρα) να μην το απολαύσεις, να μην το χαρείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. haram].
Ν
επίρρ.
1. ανώφελα, χωρίς αποτέλεσμα («χαράμι κουράστηκα τόσον καιρό»)
2. φρ. «χαράμι να σού γίνει»
(ως κατάρα) να μην το απολαύσεις, να μην το χαρείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. haram].