σωφρονιστής: Difference between revisions

40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />conseiller, précepteur, moniteur.<br />'''Étymologie:''' [[σωφρονίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />conseiller, précepteur, moniteur.<br />'''Étymologie:''' [[σωφρονίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[σωφρονίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που τιμωρεί κάποιον για να τον σωφρονίσει («σωφρονισταὶ ὄντες οὐ πολέμιοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην αρχ. Αθήνα) [[καθένας]] από τους [[δέκα]] αιρετούς άρχοντες που είχαν αναλάβει την [[επίβλεψη]] της κόσμιας συμπεριφοράς τών νέων.
}}
}}