3,270,629
edits
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ [[σωφρονίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που τιμωρεί κάποιον για να τον σωφρονίσει («σωφρονισταὶ ὄντες οὐ πολέμιοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην αρχ. Αθήνα) [[καθένας]] από τους [[δέκα]] αιρετούς άρχοντες που είχαν αναλάβει την [[επίβλεψη]] της κόσμιας συμπεριφοράς τών νέων. | |mltxt=ο, ΝΑ [[σωφρονίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που τιμωρεί κάποιον για να τον σωφρονίσει («σωφρονισταὶ ὄντες οὐ πολέμιοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην αρχ. Αθήνα) [[καθένας]] από τους [[δέκα]] αιρετούς άρχοντες που είχαν αναλάβει την [[επίβλεψη]] της κόσμιας συμπεριφοράς τών νέων. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σωφρονιστής:''' -οῦ, ὁ ([[σωφρονίζω]]), αυτός που κάνει κάποιον σώφρονα, που συνετίζει κάποιον, [[τιμωρός]], αυτός που επιβάλλει κολασμό ή [[τιμωρία]] σε κάποιον, προκειμένου να τον σωφρονίσει, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ. | |||
}} | }} |