χαριτόστεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(6_17)
 
(46)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰριτόστεπτος''': -ον, ὁ διὰ χαρίτων ἐστεμμένος, ἡ [[χαριτόστεπτος]] καὶ [[θεία]] Πουλχερία Κ. Μανασσ. Χρον. 2711.
|lstext='''χᾰριτόστεπτος''': -ον, ὁ διὰ χαρίτων ἐστεμμένος, ἡ [[χαριτόστεπτος]] καὶ [[θεία]] Πουλχερία Κ. Μανασσ. Χρον. 2711.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />(για [[γυναίκα]]) χαριτοστόλιστη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]], -<i>ιτος</i> <span style="color: red;">+</span> [[στεπτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[στέφω]]), <b>πρβλ.</b> [[ἐριό]]-<i>στεπτος</i>, <i>πιτύ</i>-<i>στεπτος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:52, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριτόστεπτος: -ον, ὁ διὰ χαρίτων ἐστεμμένος, ἡ χαριτόστεπτος καὶ θεία Πουλχερία Κ. Μανασσ. Χρον. 2711.

Greek Monolingual

-ον, Μ
(για γυναίκα) χαριτοστόλιστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + στεπτός (< στέφω), πρβλ. ἐριό-στεπτος, πιτύ-στεπτος].