χαριτόστεπτος

From LSJ

οἱ μὲν εὐποροῦμεν οἱ δ' ἀλύομεν → some of us prosper and others are at our wit's end, some of us are prospering and others of us are at our wit's end

Source

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριτόστεπτος: -ον, ὁ διὰ χαρίτων ἐστεμμένος, ἡ χαριτόστεπτος καὶ θεία Πουλχερία Κ. Μανασσ. Χρον. 2711.

Greek Monolingual

-ον, Μ
(για γυναίκα) χαριτοστόλιστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + στεπτός (< στέφω), πρβλ. ἐριό-στεπτος, πιτύ-στεπτος].