3,273,773
edits
(Bailly1_5) |
(43) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de se retirer, retraite.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπάγω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />action de se retirer, retraite.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπάγω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[ὑπαγωγή]], ΝΜΑ [[ὑπάγω]]<br />η [[κατάταξη]] σε μία [[κατηγορία]] ή η [[θέση]] κάποιου υπό την [[δικαιοδοσία]] άλλου (α. «[[υπαγωγή]] της υπηρεσίας στο [[υπουργείο]] Προεδρείας» β. «τὴν ἐν τρισὶ γένεσιν ὑπαγωγήν», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «[[ὑπαγωγή]]: ἡ ταῑς ναυσὶ [[σκέπη]]<br />καὶ προσόρμησις<br />[[οἷον]] ὕφορμός τις»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βαθμιαία [[προσαγωγή]] («αὐτὸν δὲ τοὺς [[κύνας]] λαβόντα ἰέναι πρὸς τὴν ὑπαγωγὴν τοῡ κυνηγεσίου», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[απάτη]], [[πανουργία]]<br /><b>3.</b> [[ευκοιλιότητα]], [[διάρροια]]<br /><b>4.</b> [[υποχώρηση]] («καὶ ἦν ἐπὶ πολὺ τοιαύτη ἡ [[μάχη]], διώξεις τε καὶ ὑπαγωγαί», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> [[μάζεμα]], [[χαμήλωμα]], [[ζάρωμα]]<br /><b>6.</b> [[διώρυγα]], [[αυλάκι]] άρδευσης. | |||
}} | }} |