3,272,956
edits
(6_16) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σωμᾰτέμπορος''': -ον, [[ἔμπορος]] δούλων, [[ἀνδραποδοκάπηλος]], δουλέμπορος, Ἀρτεμίδ, 3. 17. Εὐστ. 1416. 26. | |lstext='''σωμᾰτέμπορος''': -ον, [[ἔμπορος]] δούλων, [[ἀνδραποδοκάπηλος]], δουλέμπορος, Ἀρτεμίδ, 3. 17. Εὐστ. 1416. 26. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και σωματέμπορας, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρασύρει ή εκβιάζει [[γυναίκα]] ή ανήλικο και τους παραχωρεί [[προς]] όφελός του σε άτομα ή σε οίκους ανοχής για [[ασέλγεια]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[δουλέμπορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σώμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἔμπορος]]. | |||
}} | }} |