σωματέμπορος: Difference between revisions

40
(6_16)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωμᾰτέμπορος''': -ον, [[ἔμπορος]] δούλων, [[ἀνδραποδοκάπηλος]], δουλέμπορος, Ἀρτεμίδ, 3. 17. Εὐστ. 1416. 26.
|lstext='''σωμᾰτέμπορος''': -ον, [[ἔμπορος]] δούλων, [[ἀνδραποδοκάπηλος]], δουλέμπορος, Ἀρτεμίδ, 3. 17. Εὐστ. 1416. 26.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και σωματέμπορας, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρασύρει ή εκβιάζει [[γυναίκα]] ή ανήλικο και τους παραχωρεί [[προς]] όφελός του σε άτομα ή σε οίκους ανοχής για [[ασέλγεια]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[δουλέμπορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σώμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἔμπορος]].
}}
}}