σωματέμπορος
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
σωματέμπορον, slave-dealer, Dsc.Eup. 1.233, OGI524.5 (Thyatira), Artem.3.17, Cat.Cod.Astr.8(4).213, Eust.1416.26, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1060] ὁ, der Sklavenhändler, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτέμπορος: -ον, ἔμπορος δούλων, ἀνδραποδοκάπηλος, δουλέμπορος, Ἀρτεμίδ, 3. 17. Εὐστ. 1416. 26.
Greek Monolingual
σωματέμπορος, ο, ΝΜΑ, και σωματέμπορας, Ν
νεοελλ.
αυτός που παρασύρει ή εκβιάζει γυναίκα ή ανήλικο και τους παραχωρεί προς όφελός του σε άτομα ή σε οίκους ανοχής για ασέλγεια
μσν.-αρχ.
ο δουλέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σώμα, σώματος + ἔμπορος.
Translations
slaver
Bulgarian: търговец на роби; Dutch: slavenhandelaar; Finnish: orjakauppias; French: marchand d'esclaves, esclavagiste, négrier, négrière; Galician: escravista, negreiro, negreira; German: Sklavenhändler, Sklavenhändlerin, Sklavenhalter, Sklavenhalterin; Greek: δουλέμπορος, σωματέμπορος, σωματέμπορας; Ancient Greek: ἀνδραποδιστής, ἀνδραποδοκάπηλος, ἀνδραποδώνης, ἀνδροκάπηλος, σωματέμπορος; Italian: schiavista, negriero, negriere, negriera; Latin: mango; Manx: kionneyder sleab; Polish: handlarz niewolników; Portuguese: escravista, negreiro, negreira; Russian: работорговец, торговец рабами; Spanish: esclavista, negrero, negrera; Swedish: slavhandlare; Ukrainian: работорговець, торговець рабами