συνεφέρνω: Difference between revisions

39
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=και διαλ. τ. [[συνηφέρνω]] Ν<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[βοηθώ]] κάποιον να ανακτήσει τις δυνάμεις του, τον [[επαναφέρω]] στην αρχική φυσιολογική [[κατάσταση]] του<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ανακτώ]] τις αισθήσεις ή τις δυνάμεις μου, [[συνέρχομαι]] σωματικώς ή ψυχικώς<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) <b>(μτβ.)</b> [[συντελώ]] στην [[ισχυροποίηση]] κάποιου («αυτό το [[μέτρο]] θα συνεφέρει [[κάπως]] την εμπορική [[κίνηση]] της πόλης»)<br />β) <b>(αμτβ.)</b> [[ανακτώ]] την [[παλιά]] μου ισχύ («αρχίζει να συνεφέρνει ο [[τουρισμός]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συνέφερα</i>, αόρ. του [[συμφέρω]] (για την [[ανάπτυξη]] -<i>ν</i>-, <b>πρβλ.</b> [[φέρω]]: [[φέρνω]])].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και διαλ. τ. [[συνηφέρνω]] Ν<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[βοηθώ]] κάποιον να ανακτήσει τις δυνάμεις του, τον [[επαναφέρω]] στην αρχική φυσιολογική [[κατάσταση]] του<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ανακτώ]] τις αισθήσεις ή τις δυνάμεις μου, [[συνέρχομαι]] σωματικώς ή ψυχικώς<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) <b>(μτβ.)</b> [[συντελώ]] στην [[ισχυροποίηση]] κάποιου («αυτό το [[μέτρο]] θα συνεφέρει [[κάπως]] την εμπορική [[κίνηση]] της πόλης»)<br />β) <b>(αμτβ.)</b> [[ανακτώ]] την [[παλιά]] μου ισχύ («αρχίζει να συνεφέρνει ο [[τουρισμός]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συνέφερα</i>, αόρ. του [[συμφέρω]] (για την [[ανάπτυξη]] -<i>ν</i>-, <b>πρβλ.</b> [[φέρω]]: [[φέρνω]])].
|mltxt=και διαλ. τ. [[συνηφέρνω]] Ν<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[βοηθώ]] κάποιον να ανακτήσει τις δυνάμεις του, τον [[επαναφέρω]] στην αρχική φυσιολογική [[κατάσταση]] του<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ανακτώ]] τις αισθήσεις ή τις δυνάμεις μου, [[συνέρχομαι]] σωματικώς ή ψυχικώς<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) <b>(μτβ.)</b> [[συντελώ]] στην [[ισχυροποίηση]] κάποιου («αυτό το [[μέτρο]] θα συνεφέρει [[κάπως]] την εμπορική [[κίνηση]] της πόλης»)<br />β) <b>(αμτβ.)</b> [[ανακτώ]] την [[παλιά]] μου ισχύ («αρχίζει να συνεφέρνει ο [[τουρισμός]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συνέφερα</i>, αόρ. του [[συμφέρω]] (για την [[ανάπτυξη]] -<i>ν</i>-, <b>πρβλ.</b> [[φέρω]]: [[φέρνω]])].
}}
}}