συνεφέρνω
From LSJ
Greek Monolingual
και διαλ. τ. συνηφέρνω Ν
1. (μτβ.) βοηθώ κάποιον να ανακτήσει τις δυνάμεις του, τον επαναφέρω στην αρχική φυσιολογική κατάσταση του
2. (αμτβ.) ανακτώ τις αισθήσεις ή τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι σωματικώς ή ψυχικώς
3. μτφ. α) (μτβ.) συντελώ στην ισχυροποίηση κάποιου («αυτό το μέτρο θα συνεφέρει κάπως την εμπορική κίνηση της πόλης»)
β) (αμτβ.) ανακτώ την παλιά μου ισχύ («αρχίζει να συνεφέρνει ο τουρισμός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνέφερα, αόρ. του συμφέρω (για την ανάπτυξη -ν-, πρβλ. φέρω: φέρνω)].