σχισμάδα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(40)
(No difference)

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Greek Monolingual

και σκισμάδα, η, Ν
σχισμή, ρωγμή, σχίσιμοκυκλάμινο, κυκλάμινο στού βράχου τη σχισμάδα», Ρίτσος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχίσμα + κατάλ -άδα (πρβλ. ζαλ-άδα].