σχισμάδα

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

και σκισμάδα, η, Ν
σχισμή, ρωγμή, σχίσιμοκυκλάμινο, κυκλάμινο στού βράχου τη σχισμάδα», Ρίτσος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχίσμα + κατάλ -άδα (πρβλ. ζαλάδα].