σωματοφθόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(6_18)
(40)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωματοφθόρος''': -ον, ὁ τὸ [[σῶμα]] φθείρων, καταστρέφων, Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ ἐν λ. [[σπάδων]], Θεόδωρ. Πρόδρ. ἐν Γαλεομυομαχ. 357.
|lstext='''σωματοφθόρος''': -ον, ὁ τὸ [[σῶμα]] φθείρων, καταστρέφων, Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ ἐν λ. [[σπάδων]], Θεόδωρ. Πρόδρ. ἐν Γαλεομυομαχ. 357.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που καταστρέφει το [[σώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φθόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολεμο</i>-[[φθόρος]].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1060] den Leib verderbend, Suid. v. σπάδων.

Greek (Liddell-Scott)

σωματοφθόρος: -ον, ὁ τὸ σῶμα φθείρων, καταστρέφων, Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ ἐν λ. σπάδων, Θεόδωρ. Πρόδρ. ἐν Γαλεομυομαχ. 357.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που καταστρέφει το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. πολεμο-φθόρος.