τετράζυξ: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(6_22)
(41)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράζυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, = [[τετράζυγος]], Νόνν. Δ. 7. 6.
|lstext='''τετράζυξ''': -ῠγος, ὁ, ἡ, = [[τετράζυγος]], Νόνν. Δ. 7. 6.
}}
{{grml
|mltxt=-υγος, ὁ, ἡ, Α<br />[[τετράζυγος]]<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυξ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ζυγός]]), <b>πρβλ.</b> <i>τί</i>-<i>ζυξ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1097] υγος, ὁ, ἡ, = τετράζυγος; κόσμος, Nonn. D. 12, 170.

Greek (Liddell-Scott)

τετράζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = τετράζυγος, Νόνν. Δ. 7. 6.

Greek Monolingual

-υγος, ὁ, ἡ, Α
τετράζυγος
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ζυξ (βλ. λ. ζυγός), πρβλ. τί-ζυξ].