τρίπεζα: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(6_9)
 
(42)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίπεζα''': ἡ, = [[τράπεζα]], «τρίπεζαν· τὴν τράπεζαν. Βοιωτοὶ» Ἡσύχ.
|lstext='''τρίπεζα''': ἡ, = [[τράπεζα]], «τρίπεζαν· τὴν τράπεζαν. Βοιωτοὶ» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τράπεζα]], Βοιωτοί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]] με παρετυμολ. [[επίδραση]] του <i>τρι</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 12:58, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τρίπεζα: ἡ, = τράπεζα, «τρίπεζαν· τὴν τράπεζαν. Βοιωτοὶ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τράπεζα, Βοιωτοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα με παρετυμολ. επίδραση του τρι-].