επίδραση

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

η επιδρώ
η άσκηση επιρροής, η πρόκληση μεταβολών και αλλαγών, το να επιδρά κάποιος ή κάτι (σε κάποιον ή σε κάτι).