υπουργείο: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(44)
(No difference)

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Greek Monolingual

το, Ν
1. το σύνολο τών δημοσίων υπηρεσιών ενός κλάδου που έχουν ως επικεφαλής έναν υπουργό («υπουργείο εθνικής οικονομίας»)
2. το σύνολο τών πολιτικών και διοικητικών καθηκόντων ενός υπουργού
3. το κτήριο, στο οποίο στεγάζονται οι κεντρικές υπηρεσίες κάθε υπουργείου
4. (παλαιότερα) το σύνολο τών υπουργών, η κυβέρνηση («το υπουργείο του Ελευθερίου Βενιζέλου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπουργός + κατάλ. -είο (πρβλ. ξυλουργ-είο). Η λ., στον λόγιο τ. υπουργείον, μαρτυρείται από το 1824 στα Έγγραφα της προσωρινής διοικήσεως της Ελλάδος].