φιλοχαρές: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(6_21)
 
(45)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοχαρές''': τό, [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ [[πράσιον]], Πλίν. 20, 22, 89, § 241, ἴδε Συναγωγὴν Λέξ. Ἀθην. Κουμανούδη.
|lstext='''φῐλοχαρές''': τό, [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ [[πράσιον]], Πλίν. 20, 22, 89, § 241, ἴδε Συναγωγὴν Λέξ. Ἀθην. Κουμανούδη.
}}
{{grml
|mltxt=-οῡς, τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[φιλοχαρής]].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοχαρές: τό, ὄνομα τοῦ φυτοῦ πράσιον, Πλίν. 20, 22, 89, § 241, ἴδε Συναγωγὴν Λέξ. Ἀθην. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

-οῡς, τὸ, Α
βλ. φιλοχαρής.