φωτογενής: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(46)
(No difference)

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ές, ΝΜ
νεοελλ.
αυτός που έχει φωτογένεια, του οποίου τα χαρακτηριστικά φαίνονται ζωηρά κατά τη φωτογράφηση ή την κινηματογράφηση («έχει πολύ φωτογενές πρόσωπο»)
μσν.
αυτός που γεννήθηκε από το φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. πυρι-γενής].