χαλκέα: Difference between revisions

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source
(46)
(No difference)

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἡ, Μ
είδος πρασινωπής σαύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -έα (πρβλ. ιτ-έα, συκ-έα). Το όν. της σαύρας προήλθε από το χρώμα του οξειδωμένου χαλκού].