χαλκέα: Difference between revisions
From LSJ
(46) |
(No difference)
|
(46) |
(No difference)
|
ἡ, Μ
είδος πρασινωπής σαύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -έα (πρβλ. ιτ-έα, συκ-έα). Το όν. της σαύρας προήλθε από το χρώμα του οξειδωμένου χαλκού].