χαλκός
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
Cret. καυχός GDI5011.4 (iii B. C.), ὁ:—
A copper, χαλκὸς ἐρυθρός Il.9.365; with reference to its polished surface, αἶθοψ, ἦνοψ, νῶροψ, φαεινός, 4.495, 16.408, 2.578, 12.151; Τρῶες . . χαλκῷ μαρμαίροντες 13.801; πεδίον . . λάμπετο χαλκῷ 20.156; τῆλε δὲ χ. λάμφ' ὥς τε στεροπή 10.153, cf. 11.65, 19.363; σάκος . . χαλκῷ παμφαῖνον 14.11; and of the ornaments of a house, χαλκοῦ τε στεροπήν Od.4.72; of copper as the first metal that men learnt to smelt and work, τῶν δ' ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι, χαλκῷ δ' εἰργάζοντο, μέλας δ' οὐκ ἔσκε σίδηρος Hes.Op.151; χαλκὸς ἐρυθρός (cf. supr.) Hp.Ulc.17, Thphr.Lap.57, Callix.1; χαλκὸς ἐρυθρὸς καὶ λευκός Thphr.Od.71; χαλκὸς Κύπριος Posidon.52J., Dsc.1.102, cf. Polyaen.3.10.14; alloyed with tin to form bronze, the usual meaning of the word in Hom. (v. infr. ΙΙ) and freq. in later writers: σίδηρος δὲ καὶ χαλκὸς πολέμων ὄργανα Pl.Lg.956a, etc.; χαλκὸς κεκραμένος D.Chr.28.3.
II in Poets freq. for anything made of metal, especially of arms (hence Pi. calls it πολιός, the proper epithet of iron, P.3.48); of offensive arms, ὀξέϊ χαλκῷ, νηλέϊ χαλκῷ, of a spear, a sword, Il.4.540, 3.292, al.; of a knife, 1.236, al.; of an axe, 13.180, Od.5.244, al.; of a fish-hook, Il.16.408; of defensive arms, as the plates laid on a shield, 20.275; χαλκὸν ζώννυσθαι, of a warrior girding on his armour, 23.130; κεκορυθμένος, αἴθοπι χ. 4.495; ἐδύσετο νώροπα χ. 2.578; of both combined, πλάγχθη δ' ἀπὸ χαλκόφι χαλκός the spear of bronze glanced off the helm of bronze, 11.351.
2 of vessels, copper, cauldron, urn, 18.349, Od.8.426; of a cinerary urn, S.El.758; collectively of bronze plate, χαλκὸς μυρίος, Pi.N.10.45; θάλαμον... ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χ. ἔκειτο Od. 2.338, cf.13.19,21.10,62, Il.2.226; used in payment of ransom, 22.50, cf. 340, Od.5.38.
3 of a bronze mirror, A.Fr.393, Call.Lav.Pall.21, Ap6.210 (Philet.); used as a burning-glass, Thphr.Ign.73.
4 collectively, copper money, IPE12.24.15 (Olbia, iv B. C.), Ev.Matt. 10.9, Ev.Marc.12.41, cf. ἰσόνομος ΙΙ; generally, money, opp. κύαμοι, IG14.423 ii 21 (Tauromenium), cf. BGU822.12 (iii A. D.), etc.; χαλκοῦ σπάνις MenMon.156; χαλκὸν ἔχων πῶς οὐδὲν ἔχεις μάθε AP 11.167 (Pollian.).
5 = χάλκωμα, bronze plate or tablet, τὰν προξενίαν γράψαντας εἰς χαλκὸν ἀνθέμεν IG9(1).682 (Corcyra, iv B. C.); οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν, who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge, BGU113.5 (ii A. D.), etc.
6 a weight, 1/8 obol, Gal.19.752.
III χαλκοῦ ἄνθος, particles thrown off by copper when cooling, Hp.Mul.1.104, Ph.Bel.102.34, Dsc.5.77.
b χαλκοῦ λεπίς, small pieces that scale off under the hammer, ib.78. (Perh. cf. Lith. geležìs 'iron'.)
German (Pape)
[Seite 1331] ὁ, Erz, Metall, bes. Kupfer, als das erste Metall, das man schmelzen und bearbeiten lernte, vgl. Schol. Ap. Rh. 1, 430 u. Hes. O. 150, τοῖς δ' ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι, χαλκῷ δ' ἐργάζοντο, μέλας δ' οὐκ ἔσκε σίδηρος; als nachher auch das Eisen geschmiedet wurde, übertrugen die Dichter das Wort auch auf Eisen; Hom. bezeichnet es noch als ἐρυθρός, Il. 9, 365, u. nennt es neben Eisen, χαλκός τε χρυσός τε πολυκμητός τε σίδηρος 6, 48. 11, 133, vgl. Od. 21, 10. 61, wo aus Kupfer gearbeitete Gefäße u. Geräthe zu verstehen sind; ἄλλοι μὲν χαλκῷ, ἄλλοι δ' αἴθωνι σιδήρῳ Il. 7, 473; Panzer u. Harnisch sind bei Hom. aus χαλκός, εἰλυμένοι αἴθοπι χαλκῷ 18, 512, ἐν δ' αὐτὸς ἐδύσετο νώροπα χαλκόν 2, 578, κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ 4, 495, u. öfter; eben so das Schwert, dah. oft νηλέϊ χαλκῷ; das Beil, 23, 118; auch Verzierung, ἅρματα ποικίλα χαλκῷ, 4, 226 u. öfter; Kessel, ἀμφὶ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, θέρμετε δ' ὕδωρ Od. 8, 426; Pind. nennt es πολιός, P. 3, 48, also wohl Eisen, u. öfter; Aesch. verbindet χαλκόν, σίδηρον, ἄργυρον, χρυσόν τε, Prom. 500; aber χαλκοῦ βαφάς geht auf Stählung des Eisens, Ag. 598; ἐν βραχεῖ χαλκῷ, von einem kupfernen Gefäße, Soph. El. 748; Plat. verbindet χαλκὸς καὶ σίδηρος, Legg. III, 678 c; χαλκὸς καὶ σίδηρος πολέμων ὄργανα XII, 956 a. – Eine Kupfermünze, der achte Teil des Obols, u. übh. Kupfergeld, Sp. oft. – Später unterschied man verschiedene Arten und Mischungen des Kupfers; χαλκὸς μέλας Philostr.; das gemeine Kupfer auch χ. Κύπριος, weil die Griechen in ältester Zeit ihr Kupfer aus Kypros erhielten; davon das lat. cuprum, unser Kupfer; χαλκὸς λευκός, weißes Kupfer, eine Art Prinzmetall, χ. ἐρυθρός, Messing, Ath. V, 205; χ. κεκραμένος, gemischtes Kupfer, Bronze. – Man leitet das Wort von χαλάω ab, weil man die Dehnbarkeit des Metalls am Kupfer zuerst in bes. hohem Grade wahrnahm.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
I. cuivre;
II. airain;
III. fer;
IV. p. ext. objet travaillé en cuivre ou en airain :
1 arme d'airain (épée, pointe de lance, casque, cuirasse, etc.);
2 vase d'airain (chaudron, urne), en gén. ustensiles ou vaisselle d'airain;
3 miroir de métal;
4 chalque, monnaie de cuivre, le 8ᵉ de l'obole;
NT: tambour.
Étymologie: DELG origine obscure.
Russian (Dvoretsky)
χαλκός: ὁ
1 медь Hom., Plat., Arst., Plut.: χ. ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον погов. NT медь звенящая или кимвал звучащий;
2 изделие из меди, медный предмет (нож, копье, сосуд и т. д.): λίνον καὶ χ. Hom. леса с медным крючком; λεπτότατος χ. Hom. тончайшая медная пластинка; χαλκὸν ζώννυσθαι Hom. подпоясаться медным поясом; πλάγχθη δ᾽ ἀπὸ χαλκόφι χ. Hom. медное копье отскочило от медного шлема; ἐν χαλκῷ φέρειν τι Soph. нести что-л. в медной урне; ὁ διαυγὴς χ. Anth. зеркало из (полированной) меди;
3 медная монета, собир. деньги Anth.: χαλκοῦ σπάνις Men. безденежье;
4 халк (атт. медная монета = 1 / 4 обола = 1 / 48 драхмы) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκός: -οῦ, ὁ (οὐχὶ χαλκόν, τό, ἴδε La Roche Text-kr. σ. 377)· ― χαλκός, Λατ. aes, πρῶτον παρ’ Ὁμήρ. καὶ Ἡσ.· καλεῖται δὲ ἅπαξ ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ χρῶμα αὐτοῦ ἐρυθρός, Ἰλ. Ι. 365· ἀλλὰ συχνάκις, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν ἀπεστιλβωμένην αὐτοῦ ἐπιφάνειαν, αἶθοψ, ἦνοψ, νῶροψ, φαεινὸς (ἴδε τὰς λέξεις)· οὕτω, Τρῶες... χαλκῷ μαρμαίροντες Ἰλ. Ν. 801 πεδίον... λάμπετο χαλκῷ Υ. 156, πρβλ. Τ. 363· τῆλε δὲ χ. λάμφ’ ὥστε στεροπὴ Κ. 153, πρβλ. Λ. 65· σάκος... χαλκῷ παμφαίνων Ξ. 11· καὶ ἐπὶ τῶν κοσμημάτων οἴκου, χαλκοῦ τε στεροπὴν Ὀδ. Δ. 71. Ὁ χαλκὸς ἦτο τὸ πρῶτον μέταλλον ὃ οἱ παλαιοὶ ἔμαθον νὰ χωνεύωσι καὶ νὰ κατεργάζωνται, ὅθεν ὁ Ἡσίοδ. (Ἔργ. κ. Ἡμ. 149) λέγει περὶ τῶν παλαιῶν, τοῖς δ’ ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι, χαλκῷ δ’ ἐργάζοντο, μέλας δ’ οὐκ ἔσκε σίδηρος· καὶ ὁ Λουκρήτιος (5. 1292) prior aeris erat quam ferri cornitus usus· ὅθεν, ἐπειδὴ ὁ χαλκὸς ἦτο τὸ συνήθως ἐν χρήσει μέταλλον, κατήντησεν ἡ λέξις νὰ σημαίνῃ πᾶν μέταλλον καθόλου (ἴδε ἐν τέλει)· καὶ ὅτε ἤρχισαν νὰ κατεργάζωνται τὸν σίδηρον, ἡ λέξις χαλκὸς ἦτο ἐν χρήσει μάλιστα παρὰ ποιηταῖς ἀντὶ τοῦ σίδηρος, χάλκεος ἀντὶ τοῦ σιδήρεος, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ὀδ. Ι. 391, κἑξ., τὸ χαλκεύς, σημαίνει σιδηρουργός. Μετὰ δὲ ταῦτα ὁ χαλκὸς διεκρίνετο εἰς πολλὰ εἴδη· ὁ συνήθης ἐκαλεῖτο χ. μέλας ἢ ἐρυθρὸς (ἴδε κατωτ., πρβλ. Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205Β)· χ. Κύπριος (πρβλ. Κύπρος, χαλκῖτις)· χ. λευκός, εἶδος λευκοῦ μετάλλου, Θεοφρ. Ἀποσπ. 4. 71· χ. κεκραμένος λέγεται ὅτι εἶναι ὁ Κορίνθιος χαλκὸς ἢ ὁ καθαρώτατος ὀρείχαλκος («μπροῦντζος»), Δίων Χρυσ. 1. 531· ἴσως ὁ αὐτὸς καὶ χρυσοειδής, Διόδ. 5. 70. Κατὰ τοὺς Ὁμηρικοὺς χρόνους ὁ χαλκὸς ἐφέρετο ἐκ τῆς Τεμέσης οὐχὶ τῆς Ἰταλικῆς Temsa, ὡς ὁ Στράβων ἐνόμισε (σελ. 6, 245), ἀλλ’ ἴσως ἐκ τῆς Ταμασοῦ ἢ Ταμασσοῦ τῆς Κύπρου, ἔνθα ὑπῆρχον μεγάλα χαλκωρυχεῖα (Στράβ. 684), ὅθεν ἐκομίζετο εἰς τοὺς Ἕλληνας διὰ τῶν Φοινίκων (Σιδὼν πολύχαλκος Ὀδ. Ο. 425). Τὰ μεταλλουργεῖα τῆς Κύπρου ῥητῶς μνημονεύονται ἐν Ἰλ. Λ. 16-23, πρβλ. Πλίν. 7. 57· χημικὴ ἀνάλυσις δεικνύει ὅτι τὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ ὅπλα καὶ ἐργαλεῖα εἶναι κατεσκευασμένα ἐκ μίγματος χαλκοῦ καὶ κασσιτέρου, οὐχὶ δὲ χαλκοῦ καὶ ψευδαργύρου, ὅπερ φαίνεται μεταγενεστέρα ἐπίνοια). Ἂν τὰ Ὁμηρικὰ ὅπλα εἶναι ἐκ καθαροῦ χαλκοῦ, ὡς τὰ ἀνωτέρω μνημονευθέντα ἐπίθετα δηλοῦσιν, ἀνάγκη νὰ δεχθῶμεν ὅτι οἱ παλαιοὶ ἐγίνωσκον τρόπον τινὰ πρὸς σκλήρυνσιν αὐτοῦ, ἴδε Πρόκλ παρὰ τῷ M. Müller Sc. of L. 2, σ. 231 σημ. Ὁ χαλκὸς ἐξηκολούθησε νὰ χρησιμεύῃ εἰς χρήσεις, εἰς ἃς ἡμεῖς νῦν ποιοῦμεν χρῆσιν τοῦ σιδήρου, σίδηρος δὲ καὶ χ. πολέμων ὄργανα Πλάτ. Νόμ. 956Α· [πέλεκυν] ἀνάγκη χαλκοῦν ἢ σιδηροῦν εἶναι Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 41· τοῦτο δὲ βεβαιοῦται ἐκ τῶν ὀρειχαλκίνων μαχαιρῶν καὶ ἐργαλείων, ἅπερ ὑπάρχουσιν ἐν παντὶ Μουσείῳ. ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς πολλάκις τίθεται τὸ ὄνομα τοῦ μετάλλου ἀντὶ τοῦ πράγματος τοῦ ἐξ αὐτοῦ ποιουμένου, ὡς καὶ τὸ σίδηρος, (ἐντεῦθεν δὲ ὁ Πίνδαρος καλεὶ αὐτὸν πολιόν, ὅπερ κυριολεκτεῖται ὡς ἐπίθετον τοῦ σιδήρου, ΙΙ. 3. 85)· ἐπὶ ἐπιθετικῶν ὅπλων, ὀξέϊ χαλκῷ, νηλέϊ χ., ἐπὶ δόρατος, ξίφους, Ἰλ. Β. 417, κ. ἀλλαχ., πρβλ. χάλκεος, χαλκήρης· ἐπὶ μαχαίρας, Α. 236, κ. ἀλλ.· ἐπὶ πελέκεως, Ν. 178, πρβλ. Ὀδ. Ε. 234, κ. ἀλλ.· ἐπὶ ἀγκίστρου ἁλιευτικοῦ, Ἰλ. Π. 408· ― ὡσαύτως ἐπὶ ἀμυντικῶν ὅπλων, οἷον ἐπὶ τῶν χαλκίνων πλακῶν τῶν καλυπτουσῶν τὴν ἀσπίδα, Υ. 274· χαλκὸν ζώννυσθαι, ἐπὶ πολεμιστοῦ ζωννυμένου τὴν πανοπλίαν αὐτοῦ, Ψ. 130· κεκορυθμένος αἴθοπι χαλκῷ Δ. 495· ἐδύσετο νώροπα χ. Β. 578· ἐπί τε ἐπιθετικῶν καὶ ἀμυντικῶν ὅπλων, πλάγχθη δ’ ἀπὸ χαλκόφι χαλκός, ἡ χαλκίνη λόγχη ἀπεκρούσθη ἀπὸ τῆς χαλκίνης περικεφαλαίας, Λ. 351. 2) ἐπὶ σκευῶν ἢ ἀγγείων, λέβης, «χάλκωμα», κάλπη, Σ. 349, πρβλ. Ὀδ. Θ. 426, ἐπὶ τεφροδόχου κάλπης, Σοφ. Ἠλ. 758· καὶ περιληπτικῶς ἐπὶ πολλῶν ὁμοῦ χαλκῶν καὶ ὀρειχαλκίνων ἀγγείων καὶ σκευῶν (πρβλ. Λατ. argentum), Πινδ. Ν. 10. 84· καὶ οὕτως ἴσως ἐν Ὀδ. Β. 338, θάλαμον…, ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χ. ἔκειτο, πρβλ. Φ. 10, 62, Ἰλ. Β. 226· ἐχρησίμευε δὲ καὶ εἰς ἀπότισιν λύτρων, Χ. 50, 340, Ὀδ. Γ. 38. 3) ἐπὶ χαλκοῦ κατόπτρου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 274, Ἀνθ. Παλατ. 6. 210· πρβλ. χαλκεῖον ΙΙ. 3. 4) νόμισμα χαλκοῦν ὡς τὸ χαλκοῦς ΙΙ, Πλούτ. 2. 665Β· περιληπτικῶς, χρήματα, χαλκοῦ σπάνις Μενάνδρ. Μονόστ. 156· χαλκὸν ἔχων πῶς οὐδὲν ἔχεις; Ἀνθ. Παλατ. 11. 167. ΙΙΙ. χαλκοῦ ἄνθος, Λατ. aeris fios, ἡ οὐσία ἥτις ἐκπίπτει ἀπὸ τοῦ χαλκοῦ ἐν ᾧ ψύχεται, εἶδος σκωρίας, Ἱππ. 635. 54, πρβλ. 472. 3 κἑξ.· καὶ χαλκοῦ λεπίς, Λατ. aeris squama, αἱ μικραὶ λεπίδες αἵτινες ἀποχωρίζονται ἐν ᾧ ὁ χαλκὸς σφυρηλατεῖται, Διοσκ. 5. 89, 90, πρβλ. Πλίν. 34. 24· πρβλ. χάλκανθον. (Ἡ ἐτυμολογία ἀμφίβολος. Ὁ Curt., καίπερ ἀντιλέγοντος τοῦ Μüller, παραβάλλει τὴν λέξιν πρὸς τὸ Σανσκρ. hrik-us, hlik-us (κασσίτερος)· Σλαυ. zel-ezo, Λιθ. gel-ezis, (σίδηρος), πρβλ. χάλυψ, καὶ νομίζει ὅτι χαλκὸς καὶ χρυσὸς δυνατὸν νὰ ἔχωσι τὴν αὐτὴν ῥίζαν, δηλ. Σανσκρ. ghar (lucere). Ἕτερος παρετήρησεν ὅτι ἡ λέξις χαλκὸς ἐπί τε τῆς ἰδιαιτέρας σημασίας τοῦ γνωστοῦ μετάλλου καὶ ἐπὶ τῆς γενικωτέρας παντὸς μετάλλου ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῇ Ἑλληνικῇ· ἡ δὲ Λατ. λέξ. aes, ἥτις παρουσιάζει τὴν αὐτὴν μετάβασιν καὶ μεταβολὴν ἐννοιῶν, ἀπαντᾷ ἐν τῷ Γοτθ. ais, Ἀρχ. Γερμ. êr (Γερμ. erz), Ἀγγλο-Σαξον. âr (ore)· ἐν ᾧ ἡ αὐτὴ λέξις ἐν τῇ Σανσκρ. ayas, ἔλαβε τὴν σημασίαν τοῦ σιδήρου, καὶ ἡ νεωτέρα Γερμ. λέξις eisen δεικνύει παρόμοιον περιορισμὸν ἐννοίας· ἴδε Μüller Sc. of. L. 2, σ. 230 κἑξ.)
English (Autenrieth)
copper or bronze (an alloy of copper and tin; brass, which is made of copper and zinc, was unknown to the ancients), Od. 1.184. The word stands often for things made of bronze, knife, axe, weapons and armor in general. Epithets, αἶθοψ, νῶροψ, ἀτειρής, and others appropriate to the things severally designated.
English (Slater)
χαλκός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν.) bronze (but the epithet πολιός suggests iron, (P. 3.48), (P. 11.20) ) ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω μιν (the bronze shield, which was given as a prize at the Hekatombaia in Argos) (O. 7.83) κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον λεπτοῦ διανισόμενον χαλκοῦ θαμὰ καὶ δονάκων (i. e. a bronze mouthpiece) (P. 12.25) ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν (bronze prizes in the games) (N. 10.45) ὁ δ' ἄφαρ πλεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[ . . ] . ε τραπεζαν προβάτων ἁλυσιωτὸν δἰ ἑρκέων bronze chain fr. 169. 26. esp., sword, spear, πολιῷ χαλκῷ μέλη τετρωμένοι (P. 3.48) Κασσάνδραν πολιῷ χαλκῷ πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά (P. 11.20) ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν (N. 10.70)
Spanish
English (Strong)
perhaps from χαλάω through the idea of hollowing out as a vessel (this metal being chiefly used for that purpose); copper (the substance, or some implement or coin made of it): brass, money.
English (Thayer)
χαλκοῦ, ὁ, from Homer down, the Sept. for נְחֹשֶׁת, brass: aes) what is made of brass, money, coins of brass (also of silver and of gold), B. D., under the word Brass; Dict. of Antiq., under the word aes.)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
ελατό, όλκιμο και ευκατέργαστο με σφυρηλασία μέταλλο, κιτρινέρυθρου ώς ροδέρυθρου χρώματος, κν. μπακίρι
νεοελλ.
1. χημ. μεταλλικό χημικό στοιχείο μετάπτωσης, με σύμβολο Cu και ατομικό αριθμό 29, που ανήκει στην ομάδα Ib του περιοδικού συστήματος (α. «θειούχος χαλκός» β. «ανθρακικός χαλκός»)
2. φρ. α) «αυτοφυής χαλκός»
(ορυκτ.) χαλκός που απαντά σε αυτοφυή κατάσταση στη φύση, γεγονός που συνετέλεσε στην ευρεία χρησιμοποίησή του από τον άνθρωπο, από τους αρχαιότατους χρόνους
β) «θειικός χαλκός»
χημ. θειικό άλας του δισθενούς χαλκού, η ένυδρη μορφή του οποίου είναι γνωστή και ως γαλαζόπετρα
γ) «εποχή του Χαλκού»
αρχ.
φάση στην εξέλιξη του υλικού πολιτισμού του ανθρώπου, που ακολούθησε την εποχή του Λίθου και η οποία στην Ελλάδα άρχισε πριν από το 3000 π.Χ.
αρχ.
1. καθετί που είναι κατασκευασμένο από χαλκό
2. (ειδικά) χάλκινο όπλο και, γενικά, χάλκινος οπλισμός («χαλκὸς γὰρ χαλκῷ συμμίξεται, αἵματι δ' Ἄρης πόντον φοινίξει», Ηρόδ.)
3. (με περιλπτ. σημ.) α) σύνολο χάλκινων σκευών και άλλων αντικειμένων («θάλαμον... ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο», Ομ. Οδ.)
β) χρήματα και, γενικά, περιουσία
4. χάλκινο νόμισμα
5. χάλκωμα
6. βάρος ισοδύναμο με το ένα όγδοο του οβολού
7. φρ. α) «χαλκὸν ζώννυμαι»
(για πολεμιστή) φορώ την πανοπλία (Ομ. Ιλ.)
β) «ἄνθος χαλκοῦ» — σκωρία που πέφτει από τον χαλκό όταν αυτός ψύχεται (Ιπποκρ.)
γ) «λεπὶς χαλκοῦ» — λεπίδα που αποχωρίζεται καθώς ο χαλκός σφυρηλατείται (Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. ονομ. μετάλλου, η οποία απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή στον τ. kako και αποτελεί, κατά την επικρατέστερη άποψη, δάνειο από κάποια γλώσσα —πιθανότατα ανατολική—, αφού άλλωστε και τη χρήση του μετάλλου αυτού, καθώς και την τεχνική παρασκευής του ορειχάλκου, την έμαθαν οι Έλληνες από κάποιον ξένο λαό του ανατολικού χώρου (γνωστά είναι π.χ. τα ορυχεία χαλκού στην Κύπρο, πρβλ. λατ. cuprum «χαλκός» < Κύπρος). Ειδικότερα, η λ. χαλκός έχει ερμηνευθεί κατά καιρούς από διάφορους μελετητές ως δάνεια από τη Φοινικική, την Αραμαϊκή, τη Σουμεριακή (πρβλ. τον τ. kal.ga «ισχυρός (χαλκός)»), ενώ έχει προταθεί και η σύνδεση της με έναν τ. χεττιτ., αλλά και γενικά ανατολικό, hapalki- με σημ. «σίδηρος» (βλ. και λ. χάλυβας). Κατ' άλλη άποψη, η λ. χαλκός, λόγω του κοκκινωπού χρώματος του μετάλλου, μπορεί να συνδεθεί με τον, επίσης δάνειο, τ. κάλχη / χάλκη / χάλχη «το μαλάκιο πορφύρα, πορφυρή βαφή». Έχει, επίσης, υποστηριχθεί από άλλους μελετητές η αναγωγή της λ. σε ΙΕ ρίζα ghel(ē)gh-, λ. που χρησιμοποιείται για διάφορα είδη μετάλλων, όπως είναι λ.χ. ο σίδηρος, ο χαλκός ή ο ορείχαλκος (πρβλ. ρωσ. železo και λιθουαν. geležis με σημ. «σίδηρος»). Η λ. χαλκός χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τόσο το ίδιο το μέταλλο όσο και τον ορείχαλκο, δηλαδή το κράμα του μετάλλου αυτού με κασσίτερο, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τον ΙΕ τ. aios- «μέταλλο, χαλκός, μπρούντζος» (πρβλ. και τα: αρχ. ινδ. ayas-, λατ. aes, γοτθ. aiz), ο οποίος δεν χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική.
ΠΑΡ. χαλκεύς, χαλκίδα(-ίς), χάλκινος, χαλκίτιδα(-ίτις), χαλκούς
αρχ.
χαλκάς (ΙΙ), χαλκήεις, χαλκήρης, χαλκικός, χαλκίνδα, χαλκίον, χαλκίτης, χαλκύδριον, χαλκώ, χαλκώδης
αρχ.-μσν.
χαλκεών, χαλκίζω
μσν.
χαλκέα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. λ. χαλκο-. (Β' συνθετικό) επίχαλκος, ολόχαλκος, ορείχαλκος
αρχ.
αργυρόχαλκος, αριστόχαλκος, αυρόχαλκος, άχαλκος, γυιόχαλκος, έγχαλκος, εξάχαλκος, ευθύχαλκος, εύχαλκος, κατάχαλκος, μολυβδόχαλκος, πάγχαλκος, περίχαλκος, πολύχαλκος, σιδηρόχαλκος, υπόχαλκος, χρυσόχαλκος, ωρόχαλκος
νεοελλ.
λευκόχαλκος.
Greek Monotonic
χαλκός: -οῦ, ὁ,
I. χαλκός, Λατ. aes, σε Όμηρ. κ.λπ.· χρησιμοποιείται σε αναφορά προς το χρώμα ἐρυθρός, σε Ομήρ. Ιλ.· ο χαλκός ήταν το πρώτο μέταλλο που επεξεργάστηκε, τοῖς δ' ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι, χαλκῷ δ' ἐργάζοντο, μέλας δ' οὐκ ἔσκε σίδηρος, σε Ησίοδ.· έπειτα, η λέξη χαλκός συνηθιζόταν να χρησιμοποιείται για κάθε μέταλλο γενικά· και όταν οι άνθρωποι έμαθαν να επεξεργάζονται το σίδηρο, η λέξη χαλκός χρησιμοποιήθηκε για το σίδηρος, και χαλκεύς έφτασε να σημαίνει σιδηρουργός· χαλκός επίσης σήμαινε ορείχαλκος (δηλ. μίγμα χαλκού με κασσίτερο), όχι χαλκός (δηλ. μίγμα χαλκού με ψευδάργυρο, το οποίο ήταν μεταγεν. ανακάλυψη), και αυτή ήταν η έννοιά του στην περίπτωση των όπλων·
II. 1. οτιδήποτε κατασκευασμένο από χαλκό ή μέταλλο, όπως κοντάρι, ξίφος, μαχαίρι κ.λπ. σε Ομήρ. Ιλ.· χαλκὸν ζώννυσθαι, λέγεται για πολεμιστή ζωσμένο με τον οπλισμό του, στο ίδ. κ.λπ.
2. λέγεται για σκεύη, αγγείο, λέβητας, κάλπη, σε Όμηρ. κ.λπ.·
3. χρησιμ. για χάλκινο καθρέφτη, σε Ανθ.
4. χάλκινο νόμισμα, όπως χαλκοῦς II, στον ίδ.
Middle Liddell
χαλκός, οῦ, ὁ,
I. copper, Lat. aes, Hom., etc.; called in reference to its colour, ἐρυθρός, Il.:—copper was the first metal wrought for use, τοῖς δ' ἦν χάλκεα μὲν τεύχη χάλκεοι δέ τε οἶκοι, χαλκῷ δ' ἐργάζοντο, μέλας δ' οὐκ ἔσκε σίδηρος Hes.:—hence χαλκός came to be used for metal in general; and, when men learnt to work iron, χαλκός was used for σίδηρος, and χαλκεύς came to mean a blacksmith. χαλκός also meant bronze (i. e. copper alloyed with tin), not brass (i. e. copper alloyed with zinc, which was a later invention), and this was its sense when applied to arms.
II. anything made of brass or metal, as a spear, sword, knife, etc., Il.; χαλκὸν ζώννυσθαι of a warrior girding on his armour, Il., etc.
2. of vessels, a copper, caldron, urn, Hom., etc.
3. of a brasen mirror, Anth.
4. a copper coin, like χαλκοῦς II, Anth.
Frisk Etymology German
χαλκός: {khalkós}
Forms: kret. καυχός, myk. ka-ko.
Grammar: m.
Meaning: Erz, Kupfer, Bronze, poet. übertr. auf eherne Gegenstände (seit Il.)
Composita: Zahlreiche Kompp., z.B. χαλκοπάρῃος (Hom.), -πάρᾳος (Pi.; Forssman Unt. 152 f.), χαλκήρης erzgefügt, erzbeschlagen, ehern (Hom. u.a.; myk. ka-ka-re-a2), auch χαλκοάρας ib. (Pi.; Leumann Hom. Wörter 66f. gegen Bechtel KZ 44, 125f.; dazu Forssman 84f.); χαλκόδετος (Trag.), myk. n. pl. ka-ko-de-ta erzbeschlagen; zu χαλκοκέραυνος u.a. Waern Eranos 50, 20f.; ἐπίχαλκος mit Erz überzogen (Hdt., Ar. u. a.) mit ἐπιχαλκῖται· ὁπλῖται und ἐπιχαλκίδα· τὴν τὸ κανοῦν φέρουσαν εῖς τὰς θυσίας θεράπαιναν H.; auch δί-, τρίχαλκον usw. n. ‘Münze von zwei, drei usw. χαλκοῖ’ (hell. u. sp.; zur Bildung Debrunner IF 60, 38 f.). Hierher auch Χαλκίοικος f. Bein. der Athena in Sparta mit einem ehernen Hause, in einem ehernen Hause wohnend (E. u. Ar. in lyr., Th., Paus.; H. als Erkl. von χαλκίναος), mit Umbildung nach den ι-Stämmen, wohl nach Πολιοῦχος (vgl. Paus. 3, 17,2: Ἀθηνᾶς ... Πολιούχου καλουμένης καὶ Χαλκιοίκου τῆς αὐτῆς); nicht mit Specht Ursprung 27 und 213 alter i- Stamm (eher zu χάλκιος; Tierfelder briefl.).
Derivative: Ableitungen. A. Subst.: 1. χαλκεύς m. ‘Erz-, Metallarbeiter, Kupferschmied, Schmied' (seit Il.; Boßhardt 34), myk. ka-ke-u; auch als N. eines Fisches (Opp. u.a.; vgl. χαλκίς unten). Davon -ήϊος, -εῖος dem Schmied angehörig (Od., Hes.), -ήϊον, -εῖον n.’Schmiede, ehernes Gerät, bes. Kessel' (ion. att.), -εῖα n. N. eines att. Festes (IVa, Poll.); -εών (-ών Hdn. Gr.), -εῶνος m. Schmiede (θ 273, A. R. 3, 41; Chantraine Gramm. hom. 1, 37). Zu -εύω s. C. — 2. -ίον (-εῖον) n. kupfernes, ehernes Geschirr (att., hell. Pap.), auch Kupfermünze (Kom.), mit -ίδιον n. kleines Kupfergeschirr (Kom. Va). 3. -ύδρια n. pl. Kleingeld (Pap. Ia), -ύδριον = -ός (geringschätzend, Zos.Alch., Theognost. Kan.). 4. -ίς, -ίδος f. N. eines Vogels (Ξ 291, Arist.) = κύμινδις (s.d. m. Lit.); mit Beziehung auf die Farbe auch N. einer Pflanze (Ps.-Dsk.), N. verschiedener Fische, u.a. ‘Sardine (?)’ (Epich., Arist. u.a.; auch nach der Lautgebung? Strömberg Fischn. 7 4 f.), N. einer giftigen Eidechse (Arist., Plin.); als ON Stadt auf der Insel Euböa (nach den Kupfergruben, s. P.-W. s.v.) u.a. mit -ιδικός, -ιδική; letzteres auch = -ίς als Fisch- und Eidechsenname, wohl m. Anspielung auf die ON (Strömberg 86). 5. -άς, -άδος f. = χαλκάνθεμον (Ps.- Dsk.). 6. -ίτης, gew. f. -ῖτις (λίθος) Kupfererz (Arist., Plu.), N. eines Minerals Bergalaun (Mediz., Pap.), auch = χαλκάς (Ps.-Dsk.); -είτης = -εύς (Pisidien; itazistisch od. zu -εύς? vgl. Redard 36 m. Lit.). — B. Adj.: 1. χάλκειος (ep., auch hell. u. sp. Prosa), ep. ion. -εος (vgl. Schmid -εος u. -ειος 6ff.), äol. dor. -ιος (myk. du. ka-ki-jo, Instr. f. ka-ke-ja-pi), att. -οῦς ehern, kupfern, auch als Bez. einer Münze (att., hell. Pap.) mit -ιαῖος [[einen χαλκοῦς wert]] (Pap. IIIa, nach δραχμιαῖος, ἡμιωβολιαῖος u.a.), f. -ιαία und -ιεία Bez. einer Steuer (hell. Pap.); -ιδῖτις f. wohlfeile Dirne (Kom. Adesp.; mit gleichzeitiger Anspielung auf Χαλκίς). 2. -ῆ (εἰκών) f. Bronzestatue (Antig. Mir., D. L.). 3. -ινος aus Erz, Kupfergeld betreffend (hell. u. sp. Pap.). 4. -ικός aus Kupfergeld bestehend (Pap. IIIa). 5. -ώδης bronzeähnlich (Thphr. u.a.). — C. Verba: 1. χαλκεύω (formell von χαλκεύς, aber zugleich auf -ός bezogen), vereinzelt m. Präfix, z.B. κατα-, ἐπι- (: κατά-, ἐπίχαλκος), προ-, ἀπο-, schmieden (seit Σ 400), auch intr. Schmied sein (att.). mit -εία f. Schmiedekunst (Hp., Pl.), Schmiede (Hero). -ευμα n. das Geschmiedete, geschmiedetes Gerät (A.), -ευτής = -εύς (AP), -ευτικός zur Schmiedekunst gehörig, in der Schmiedekunst geübt (Hp., X., Arist.), -ευτήριον = -εῖον (Gloss.). 2. -όομαι, -όω, vereinzelt m. κατα-, περι- (: κατά-, περίχαλκος) ‘mit Bronze überzogen werden bzw. überziehen’ (Pi., Hdt., LXX, D. S.), zu Erz werden, machen (AP); davon -ωμα n. Bez. verschiedener kupferner Geräte (att. usw.) mit -ωμάτιον n. (Delos IIa), -ωματᾶς m. Kupferschmied (Pap. IIIp; vgl. Redard 239 A. 3). 3. -ίζω mit einer Kupfermünze Drehpfennig spielen (Alex., Herod., Poll.) mit -ισμός m. Drehpfennigspiel (Poll., Eust.), ‘wie Kupfer scheinen od. lauten’ (sp.); m. Präfix περιχαλκίζομαι (: περίχαλκος) mit Bronze überzogen werden (LXX), ἀπο -χαλκίζω die Bronze wegnehmen (AP 11, 283; Wortspiel mit Χαλκίς), ὑποχαλκίζω etwas bronzefarben aussehen (EM), ὑπεχάλκισα· πρὸς χαλκοῦ ὑπεθέμην H. — D. Adv. χαλκίνδα (sc. παίζειν)· τὸ εἰς χαλκὸν κυβεύειν H.
Etymology: Das alte idg. Wort für Erz, Kupfer, Bronze ist noch in aind. áyaḥ, lat. aes, germ., z.B. got. aiz n. erhalten. Im Griech. steht dafür seit Beginn der Überlieferung χαλκός (mit einer Menge von Komposita und Ableitungen), dessen Vorgeschichte indessen im dunkeln liegt. Die Ähnlichkeit mit dem Wort für ‘Purpurschnecke, -farbe’ κάλχη, auch χάλκη und χάλχη, ist wohl kaum zufällig und würde für χαλκός auf eine gut denkbare urspr. Bed. rotes Metall (χαλκὸς ἐρυθρός I 365) führen (Kretschmer Einl.167A.3, Glotta 32, 3). — Mit χαλκός wurde schon längst (Fick 1, 417; s. noch Schrader-Nehring Reallex. 1, 236) eine baltischslavische Bez. des Eisens verknüpft: lit. geležìs, apreuß. gelso, slav., z.B. russ. želézo (’mit aksl. želězьnъ eisern). Wenn sich diese Gleichung bewährt (unwahrscheinlich über die Stammbildung Specht Ursprung 27 u. 213), handelt es sich ohne Zweifel in den beiden Sprachzweigen um unabhängige Entlehnungen aus einer gemeinsamen östlichen Quelle. Auch bei dieser Kombination ließe sich die Verbindung mit κάλχη aufrechterhalten. Weitere Beziehung zur Sippe von χλωρός, χλόη, von Persson Beitr. 1, 31 A. 2 u. 2, 792 A. 2 erwogen, von WP. 1, 629 abgelehnt, würde palatales gh- erfordern und ist mit der Anknüpfung an die baltoslav. Wörter nicht vereinbar. — Für gleichzeitige Verbindung mit κάλχη, χλωρός, lit. geležìs und sogar mit lat. ferrum (soll für *gʷhel-ro-m stehen) Georgiev KZ 63, 250 ff. (schwerlich zu empfehlen). — Sachlich verlockend ist die Heranziehung des heth. (protohatt.-churritischen) Wortes für Eisen ḫapalki- (apalki-); die unvollkommene lautliche Übereinstimmung wäre auf mangelhafte Wiedergabe eines Fremdworts zurückzuführen (Pisani A.I.O.N. 7, 46f.).
Page 2,1068-1071
Chinese
原文音譯:calkÒj 哈而可士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:銅
字義溯源:銅*,黃銅,青銅,銅幣,銅錢,錢,銅鑼,鑼;或源自(χαλάω)=放低,落下),而 (χαλάω)出自(χάσμα)=深坑), (χάσμα)出自(χάσμα)X=裂開*)。參讀 (ἀργύριον)同義字
同源字:1) (χάλκεος / χαλκοῦς)銅的 2) (χαλκεύς)銅匠 3) (χαλκηδών)似銅的 4) (χαλκίον)銅器 5) (χαλκολίβανον)發亮的銅 6) (χαλκός)銅
出現次數:總共(5);太(1);可(2);林前(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 錢(2) 可6:8; 可12:41;
2) 銅(1) 啓18:12;
3) 鑼(1) 林前13:1;
4) 銅錢(1) 太10:9
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπό τό χαλάω (ἐπειδή ἔχει ἐλαστικότητα), ἴσως ἀκόμη νά σχετίζεται μέ τό χάλυψ. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χαλκεύω, χαλκεία (=ἡ τέχνη τοῦ σιδηρουργοῦ), χαλκεῖον (=σιδηρουργεῖο), χάλκειος (=χάλκινος), χαλκοῦς, χάλκευμα, χαλκεύς, χαλκευτέον, χαλκευτήριον, χαλκευτής, χαλκευτικός, χαλκευτός, χαλκήρης, χαλκίζω (=λάμπω σάν χαλκός), χαλκίον (=χύτρα), χαλκίς, χαλκοβαρής, χαλκουργός, χαλκουργεῖον, χάλκωμα (=χάλκινο ἀγγεῖο).
Léxico de magia
ὁ bronce material de un incensario ἐπίθυε δὲ ἐπικαλούμενος λίβανον ἄτμητον καὶ στροβίλους δεξιοὺς δώδεκα καὶ ἀλέκτορας ἀσπίλους βʹ, ... ἐπὶ χαλκοῦ ἢ γηίνου θυμιατηρίου durante la invocación quema incienso sin cortar, doce piñas apropiadas y dos gallos sin mancha, en un incensario de bronce o barro P II 26
Lexicon Thucydideum
Translations
copper
Abkhaz: абҩа; Acehnese: teumaga; Afar: naxas; Afrikaans: koper; Ainu: フレカネ; Albanian: bakër, rem; Amharic: መዳብ, ነሕስ; Arabic: نُحَاس, نَحَاس; Moroccan Arabic: نحاس; Argobba: ነህስ; Armenian: պղինձ; Aromanian: aramã, bãcãri, bacrã, halcumã; Assamese: তাম; Asturian: cobre; Azerbaijani: mis; Bashkir: баҡыр, еҙ; Basque: kobre; Bats: წასტ; Belarusian: медзь; Bengali: তামা; Berber Tashelhit: anas; Breton: kouevr; Bulgarian: мед, бакър; Burmese: ကြေးနီ; Buryat: зэд; Catalan: coure; Central Melanau: tebagak; Chechen: цӏаста; Cherokee: ᎥᏣᏱ, ᏣᏱ; Chichewa: mkuwa; Chinese Cantonese: 銅/铜; Mandarin: 銅/铜; Min Dong: 銅/铜; Min Nan: 銅/铜; Chukchi: четԓёчеԓ; Chuvash: пӑхӑр; Coptic: ϩⲟⲙⲧ; Cornish: cober, kober; Crimean Tatar: baqır; Czech: měď; Danish: kobber; Dargwa: дубси; Dhivehi: ރަތުލޯ; Dolgan: алтан; Dutch: koper; Dzongkha: ཟངས; Eastern Bontoc: kianfiang; Eastern Mari: вӱргене; Esperanto: kupro; Estonian: vask; Faroese: kopar; Finnish: kupari, vaski; French: cuivre; Friulian: ram; Fula Adlam: 𞤧𞤭𞤤𞤢; Latin: sila; Gagauz: bakır; Galician: cobre; Ge'ez: ናሕስ; Georgian: სპილენძი; German: Kupfer; Gothic: 𐌰𐌹𐌶; Greek: χαλκός; Ancient Greek: χαλκός; Greenlandic: kanngussak; Guerrero Amuzgo: ndyé; Gujarati: તાંબું; Haitian Creole: kwiv; Hebrew: נחושת / נְחֹשֶׁת; Hindi: तांबे, ताँबा; Hungarian: réz; Icelandic: eir, kopar; Ilocano: tanso; Indonesian: tembaga; Ingush: цӏаста; Interlingua: cupro; Irish: copar, umha; Italian: rame; Japanese: 銅, 銅, カッパー; Javanese: tembaga; Kannada: ತಾಮ್ರ; Kapampangan: tangsu; Karachay-Balkar: багъыр, жез, джез; Kashubian: kòper; Kazakh: мыс; Khakas: чис, пағыр; Khmer: ស្ពាន់; Komi-Zyrian: ыргӧн; Korean: 구리, 구리쇠, 동(銅), 적금(赤金); Kumyk: багъыр; Kyrgyz: жез; Lao: ທອງແດງ; Latgalian: vars; Latin: aes, cyprum, cuprum, aeramen; Latvian: varš; Laz: ლიჯი, პრინჯი; Ligurian: rammo; Lithuanian: varis; Lombard: ramm; Low German: kopper, Kopper; Lubuagan Kalinga: gambyang; Luxembourgish: Koffer; Macedonian: бакар; Maguindanao: galang; Malay: kuprum, tembaga; Malayalam: ചെമ്പ്; Maltese: ram; Manchu: ᡤᡳᠣᠸᠠᠨ; Mansi: аргин; Manx: cobbyr; Maori: kapa, konukura; Maranao: tombaga; Minangkabau: tambago; Mingrelian: ლინჯი; Mongolian: зэс; Mòcheno: kupfer; Nahuatl: chichiltic tepoztli; Nanai: гион; Navajo: béésh łichíiʼii; Nepali: तामा; Norman: rouoge tchuivre; Northern Sami: veaiki; Northern Norwegian Bokmål: kobber, kopper; Nynorsk: kopar; Occitan: coire; Ojibwe: miskwaabik; Old English: ār; Old Javanese: tambaga; Oroqen: gɛ꞉yin; Ossetian: ӕрхуы; Pashto: مس; Persian: مس; Piedmontese: aram, ram; Polish: miedź; Portuguese: cobre; Punjabi: ਤਾਂਬਾ; Quechua: anta; Romagnol: râm; Romanian: cupru, aramă; Romansch: arom, irom, aram; Russian: медь, купрум; Sanskrit: ताम्रक, ताम्र; Sardinian: arràmene, arràmini, ràmene, ràmini; Scottish Gaelic: copar; Sebop: temaga'; Serbo-Croatian Cyrillic: бакар; Roman: bakar; Shor: чес; Sicilian: ramu; Slovak: meď; Slovene: baker; Sorbian Lower Sorbian: kupor; Southern Altai: јес; Southern Kalinga: kantar; Spanish: cobre; Sumerian: 𒍏; Svan: ჩეი̄; Swahili: shaba; Swedish: koppar; Tagalog: tanso; Tajik: мис; Tamil: செம்பு; Tatar: бакыр; Telugu: రాగి, తామ్రము; Thai: ทองแดง; Tibetan: ཟངས; Tocharian B: pilke; Tsonga: nsina; Turkish: bakır; Turkmen: mis; Tuvan: чес, хола; Tuwali Ifugao: galamat, gombang; Ugaritic: 𐎘𐎍𐎘; Ukrainian: мідь, купрум; Urdu: تانبا; Uyghur: مىس; Uzbek: mis; Cyrillic: мис; Venetian: rame; Vietnamese: đồng; Vilamovian: köpfer, köpper; Volapük: kuprin; Welsh: copor; West Frisian: koper; Western Bukidnon Manobo: tumbaɣa; White Yakut: алтан; Yiddish: קופּער; Zhuang: doengz; ǃXóõ: ǂkxʻái
bronze
Albanian: bronz; Amharic: ናስ; Arabic: بْرُونْز; Aramaic Classical Syriac: ܦܠܙܐ; Armenian: բրոնզ, անագապղինձ; Aromanian: bãcãri; Asturian: bronce; Azerbaijani: tunc; Basque: brontze; Belarusian: бро́нза; Bengali: ব্রোঞ্জ; Breton: arem; Bulgarian: бронз; Burmese: ကြေး; Catalan: bronze; Chinese Cantonese: 青銅; Hakka: 青銅; Mandarin: 青銅, 青铜; Min Nan: 青銅; Coptic: ⲃⲁⲣⲱⲧ; Crimean Tatar: tunç; Czech: bronz, spěž; Danish: bronze; Dargwa: жарма; Dutch: brons; Esperanto: bronzo; Estonian: pronks; Faroese: bronsa, gýtt; Finnish: pronssi; French: bronze, airain; Fula Adlam: 𞤧𞤭𞤤𞤢-𞤣𞤢𞤲𞤫; Latin: sila-dane; Galician: bronce; Georgian: ბრინჯაო, რვალი; German: Bronze; Greek: ορείχαλκος, μπρούντζος; Ancient Greek: χαλκός, κρατέρωμα, πυρωπός; Mycenaean: 𐂚; Greenlandic: bronze; Hebrew: אָרָד; Hindi: कांसा, कांसी, पीतल, कांस्य, काँसा, कसकुट, भरत; Hungarian: bronz; Hunsrik: Bronz; Icelandic: brons; Ido: bronzo; Indonesian: perunggu, gangsa, tembaga perunggu; Irish: cré-umha; Italian: bronzo; Japanese: 青銅; Javanese: prunggu; Kalmyk: күрл; Kannada: ಕಂಚು; Karachay-Balkar: джез; Kazakh: қола; Khmer: លង់ហិន, សំរឹទ្ធ, ទង់ដែង; Korean: 청동; Kyrgyz: коло; Lak: чарвит; Lao: ສຳລິດ, ສິງຫ້າວ; Latin: aes, pyrōpus; Latvian: bronza; Ligurian: brónzo; Limburgish: bróns; Lithuanian: bronza; Livvi: bronzu; Low German: Brons; Luxembourgish: Bronze; Macedonian: бронза, туч; Malagasy: alimo; Malay: gangsa, perunggu, tembaga perunggu; Malayalam: വെങ്കലം, ഓട്; Maltese: bronż; Mapudungun: pasigka; Minoan: puko; Mongolian: хүрэл; Navajo: béésh łichíiʼii; Neapolitan: abbrunzo, avrunzo; Nepali: पित्तल, काँसो, कांस्य, कसकुट, काँस, काँसो१; Newar: कँय्; Northern Sami: bronsa; Norwegian Bokmål: bronse; Nynorsk: bronse; Occitan: bronze; Persian: برنز; Plautdietsch: Brons; Polish: brąz inan; Portuguese: bronze; Quechua: chanpi; Rajasthani: कांसी, कांही; Romanian: bronz; Russian: бро́нза; Samogitian: bruonza; Sanskrit: कांस्य; Scottish Gaelic: umha; Slovak: bronz; Slovene: bron; Sorbian Lower Sorbian: bronza; Spanish: bronce; Sumerian: 𒄞𒅗𒁇; Swedish: brons or; Tagalog: tanso; Tajik: биринҷӣ, бронза; Tamil: வெண்கலம்; Telugu: కంచు, కాంస్యము; Thai: สำริด; Tibetan: ལི; Turkish: bronz, tunç; Turkmen: bürünç; Ugaritic: 𐎘𐎍𐎘; Ukrainian: бро́нза; Urdu: کانسا, کانسی; Uyghur: برونزا, تۇچ; Uzbek: bronza, birinj; Venetian: bronxo; Vietnamese: đồng điếu, đồng đỏ, đồng vàng, đồng thanh; Vilamovian: bronz; Volapük: bronsöt; Võro: pronks'; Waray-Waray: bronse; Welsh: efydd; West Frisian: brûns; Yakut: чаҥ; Yiddish: בראָנדז; Zulu: ibhulonze
spear
Abkhaz: аԥса; Adyghe: пчы, пщы; Afrikaans: spies; Albanian: shtizë; Arabic: رُمْح, حَرْبَة; North Levantine Arabic: رمح; Egyptian Arabic: خشت; Tunisian Arabic: دبور; Moroccan Arabic: حربة; Armenian: նիզակ; Asturian: llanza; Avar: хеч; Azerbaijani: nizə, mizraq, cida; Basque: lantza; Belarusian: дзі́да, пі́ка; Bengali: বর্শা; Bulgarian: кóпиe; Burmese: လှံ; Catalan: llança; Cebuano: bangkaw; Chechen: гоьмукъ; Chichewa: mkondo; Chinese Mandarin: 矛; Chukchi: пойгын; Cornish: guw; Czech: kopí; Danish: spyd; Dupaningan Agta: pisga; Dutch: speer, spies, lans, geer; Esperanto: lanco; Estonian: oda; Evenki: гида; Faroese: spjót; Finnish: keihäs; French: lance; Middle French: dart; Old French: dart; Friulian: lance; Galician: lanza, falarica, aste; Georgian: შუბი, ჰოროლი, ლახვარი; German: Speer; Greek: δόρυ, λόγχη; Ancient Greek: ἔγχος, δόρυ, αἰχμή, ἀρίγων, ἐγχείη, κοντάριον, λόγχη, μελία, ξυστόν, σιβύνη, σιγύνης, χαλκός; Hausa: mashi; Hawaiian: ʻō; Hebrew: חֲנִית; Higaonon: bangkaw; Hindi: भाला, शूल, नेजा, बरछा, सूरी; Hungarian: dárda, lándzsa; Icelandic: spjót; Ido: lanco; Indonesian: tombak; Ingush: гебагӏа; Irish: ga, sleá; Old Irish: gae; Italian: lancia, asta, alabarda, picca; Japanese: 槍, 鑓; Kabardian: бжы; Kalmyk: җид; Kazakh: найза, сүңгі; Ket: усь; Khmer: លំពែង; Kikuyu: itimũ Korean: 창; Koryak: пойгын; Kriol: barragarl, burdagul; Kurdish Central Kurdish: ڕم; Northern Kurdish: rim; Kyrgyz: найза; Lakota: wahúkheza; Lao: ຫອກ; Latgalian: škāps, dzyds; Latin: hasta, lancea; Latvian: šķēps; Lithuanian: ietis; Macedonian: копје; Malay: lembing; Maltese: lanza; Manchu: ᡤᡳᡩᠠ; Maori: kōpeo; Middle English: spere; Mongolian: жад; Nanai: гида, сугбэ; Navajo: tsiiʼdétáán, tsin anáhálghą́hí; Ngarrindjeri: kykie; Ngazidja Comorian: fumu; Nivkh: ӄʼаӽ; Northern Altai: копьё, чыда; Northern Yukaghir: йуолдэвчэ; Norwegian Bokmål: spyd; Nynorsk: spyd, spjut; Occitan: lança; Old Church Slavonic Cyrillic: копиѥ; Old English: spere; Oneida: yeya'akta̲; Oromo: eeboo; Ossetian: арц; Persian: نیزه, ژوبین; Pitjantjatjara: kuḻaṯa; Plautdietsch: Spiess; Polish: dzida, włócznia, oszczep, kopia; Portuguese: lança; Rapa Nui: pātia; Romanian: lance, suliță; Russian: копьё, пика, дротик; Sanskrit: शक्ति, शल्य; Sardinian: lantza, lancia; Saterland Frisian: Speer; Scottish Gaelic: sleagh, brod, gath; Serbo-Croatian Cyrillic: копље; Roman: koplje; Sicilian: lanza; Sidamo: urde; Sinhalese: හෙල්ල; Slovak: kopija, oštep; Slovene: kopje; Somali: waran; Southern Altai: найза, јыда; Southern Ohlone: hipor; Spanish: lanza, venablo; Sumerian: 𒀉𒁍𒁕; Swahili: mkuki; Swedish: spjut; Tajik: найза; Tatar: сөнге; Telugu: శూలం, బల్లెం; Thai: หอก; Tibetan: མདུང; Turkish: mızrak, kargı, cirit; Turkmen: naýza; Tuvan: узун чыда, копьё; Ugaritic: 𐎎𐎗𐎈; Ukrainian: спис, пі́ка; Urdu: نیزہ; Uzbek: nayza; Venetian: lansa; Vietnamese: thương, giáo; Vilamovian: pik; Walloon: lance, dår; Welsh: gwaywffon, gwayw; West Frisian: spear; Wutunhua: ddong; Yakut: үҥүү; Yiddish: שפּיז; Zulu: umkhonto; ǃXóõ: ǃōo a̰a