Ιθακήσιος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και Θιακός, ο και θηλ. Ιθακήσια (ΑΜ Ἰθακήσιος, θηλ. Ἰθακησία)<br />ο [[κάτοικος]] της Ιθάκης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ιθάκη</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βουν</i>-<i>ήσιος</i>, <i>καμπ</i>-<i>ήσιος</i>)].
|mltxt=και Θιακός, ο και θηλ. Ιθακήσια (ΑΜ Ἰθακήσιος, θηλ. Ἰθακησία)<br />ο [[κάτοικος]] της Ιθάκης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Ιθάκη</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> (πρβλ. <i>βουν</i>-<i>ήσιος</i>, <i>καμπ</i>-<i>ήσιος</i>)].
}}
}}

Revision as of 11:20, 19 December 2018

Greek Monolingual

και Θιακός, ο και θηλ. Ιθακήσια (ΑΜ Ἰθακήσιος, θηλ. Ἰθακησία)
ο κάτοικος της Ιθάκης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ιθάκη + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουν-ήσιος, καμπ-ήσιος)].