αλείτης: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(2)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλείτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Πάρι και τους μνηστήρες της Πηνελόπης) [[αμαρτωλός]], [[ανόσιος]], [[κακούργος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν φέρθηκε σωστά σε κάποιον, που έσφαλε απέναντί του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνήθως το επίθ. συνδέεται με λ. από τη γερμανική [[οικογένεια]], όπως το αρχ. γερμ. <i>leid</i> «[[μισητός]], [[απεχθής]]», το νεώτερο γερμ. <i>Leid</i> «[[θλίψη]], [[πόνος]]» και το αρχ. σκανδιναβ. [<i>leidr</i> «[[δυσάρεστος]], [[μισητός]]» — το αρκτικό <i>α</i>- της λ. πιθ. να [[είναι]] προθετικό. Από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (-<i>οι</i>-) της ρίζας της λ. [[ἀλείτης]] [[πρέπει]] να προέρχεται και το επίθ. του θανάτου [[ἀλοίτης]] «[[εγκληματικός]]», [[επομένως]] «[[σκληρός]], [[απάνθρωπος]]». Με τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (-<i>ι</i>-) της ίδιας ρίζας, εξάλλου, συνδέονται και οι αοριστικοί τ. <i>ἤλιτεν</i>, <i>ἠλίτετο</i>, που απαντούν στο [[έπος]] και στα χορικά του Αισχύλου, από όπου υποχωρητικά και ο [[ενεστωτικός]] τ. [[ἀλιταίνω]] «αμαρτάνω, [[αδικώ]], [[βλάπτω]]». Τέλος, με την [[ίδια]] [[ρίζα]] [[πρέπει]] να συνδέονται και τα επίθ. [[ἀλιτήριος]] «[[ανόσιος]], [[αμαρτωλός]], [[ένοχος]]» και [[ἀλιτρός]] «[[αμαρτωλός]], [[κακός]], [[φαύλος]]». Η [[ρίζα]] <i>ἀλίτ</i>-, από την οποία ερμηνεύονται οι ρηματικοί τ., θεωρείται [[βάση]] ολόκληρης της ετυμολογικής αυτής ομάδας. Οι επιθετικοί τ. <i>ἀλεί</i>-<i>της</i>, <i>ἀλι</i>-<i>τή</i>-<i>ριος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θελκ</i>-<i>τήριος</i>, <i>ἱκε</i>-<i>τήριος</i>, <i>λυ</i>-<i>τή</i>-<i>ριος</i>), <i>ἀλι</i>-<i>τρός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἰα</i>-<i>τρός</i>, [[δαιτρός]]) θεωρούνται μεταγενέστεροι σχηματισμοί].
|mltxt=[[ἀλείτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Πάρι και τους μνηστήρες της Πηνελόπης) [[αμαρτωλός]], [[ανόσιος]], [[κακούργος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν φέρθηκε σωστά σε κάποιον, που έσφαλε απέναντί του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνήθως το επίθ. συνδέεται με λ. από τη γερμανική [[οικογένεια]], όπως το αρχ. γερμ. <i>leid</i> «[[μισητός]], [[απεχθής]]», το νεώτερο γερμ. <i>Leid</i> «[[θλίψη]], [[πόνος]]» και το αρχ. σκανδιναβ. [<i>leidr</i> «[[δυσάρεστος]], [[μισητός]]» — το αρκτικό <i>α</i>- της λ. πιθ. να [[είναι]] προθετικό. Από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (-<i>οι</i>-) της ρίζας της λ. [[ἀλείτης]] [[πρέπει]] να προέρχεται και το επίθ. του θανάτου [[ἀλοίτης]] «[[εγκληματικός]]», [[επομένως]] «[[σκληρός]], [[απάνθρωπος]]». Με τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (-<i>ι</i>-) της ίδιας ρίζας, εξάλλου, συνδέονται και οι αοριστικοί τ. <i>ἤλιτεν</i>, <i>ἠλίτετο</i>, που απαντούν στο [[έπος]] και στα χορικά του Αισχύλου, από όπου υποχωρητικά και ο [[ενεστωτικός]] τ. [[ἀλιταίνω]] «αμαρτάνω, [[αδικώ]], [[βλάπτω]]». Τέλος, με την [[ίδια]] [[ρίζα]] [[πρέπει]] να συνδέονται και τα επίθ. [[ἀλιτήριος]] «[[ανόσιος]], [[αμαρτωλός]], [[ένοχος]]» και [[ἀλιτρός]] «[[αμαρτωλός]], [[κακός]], [[φαύλος]]». Η [[ρίζα]] <i>ἀλίτ</i>-, από την οποία ερμηνεύονται οι ρηματικοί τ., θεωρείται [[βάση]] ολόκληρης της ετυμολογικής αυτής ομάδας. Οι επιθετικοί τ. <i>ἀλεί</i>-<i>της</i>, <i>ἀλι</i>-<i>τή</i>-<i>ριος</i> (πρβλ. <i>θελκ</i>-<i>τήριος</i>, <i>ἱκε</i>-<i>τήριος</i>, <i>λυ</i>-<i>τή</i>-<i>ριος</i>), <i>ἀλι</i>-<i>τρός</i> (πρβλ. <i>ἰα</i>-<i>τρός</i>, [[δαιτρός]]) θεωρούνται μεταγενέστεροι σχηματισμοί].
}}
}}