αναεροβίωση: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(3)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η <b>(Βιολ.)</b><br />η [[διαβίωση]] ορισμένων οργανισμών -μικροβίων, εσωτερικών παρασίτων κ, ά.— σε συνθήκες έλλειψης ελεύθερου οξυγόνου, αντίθετα [[προς]] την [[αεροβίωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>anaerobiosis</i>, νεολατιν. επιστημον. όρος <span style="color: red;"><</span> στερ. <i>an</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-) <span style="color: red;">+</span> νεολατιν. <i>aerobiosis</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αεροβίωοη</i>)].
|mltxt=η <b>(Βιολ.)</b><br />η [[διαβίωση]] ορισμένων οργανισμών -μικροβίων, εσωτερικών παρασίτων κ, ά.— σε συνθήκες έλλειψης ελεύθερου οξυγόνου, αντίθετα [[προς]] την [[αεροβίωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>anaerobiosis</i>, νεολατιν. επιστημον. όρος <span style="color: red;"><</span> στερ. <i>an</i>- (πρβλ. <i>αν</i>-) <span style="color: red;">+</span> νεολατιν. <i>aerobiosis</i> (πρβλ. <i>αεροβίωοη</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 23 December 2018

Greek Monolingual

η (Βιολ.)
η διαβίωση ορισμένων οργανισμών -μικροβίων, εσωτερικών παρασίτων κ, ά.— σε συνθήκες έλλειψης ελεύθερου οξυγόνου, αντίθετα προς την αεροβίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < anaerobiosis, νεολατιν. επιστημον. όρος < στερ. an- (πρβλ. αν-) + νεολατιν. aerobiosis (πρβλ. αεροβίωοη)].