ἀμιχθαλόεις: Difference between revisions

2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμιχθαλόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[απροσπέλαστος]], [[αφιλόξενος]]<br /><b>2.</b> (με [[άλλη]] [[ερμηνεία]]) καταχνιασμένος, [[ομιχλώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθετο γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που απαντά [[συνήθως]] σε θηλυκό [[γένος]], ως [[προσδιορισμός]] του τοπωνυμίου <i>Λήμνος</i> ([[ἀμιχθαλόεσσα]] Λήμνος</i>). Η [[σημασία]] [[καθώς]] και η ετυμολογική [[προέλευση]] της λ. δημιουργούν [[πολλά]] προβλήματα, τα οποία παραμένουν [[ακόμη]] άλυτα. Κατά μία [[άποψη]], η λ. προέρχεται από τ. <i>ἀμίχθαλος</i> «[[ομίχλη]]» και [[επομένως]] σημαίνει «τον ομιχλώδη», υποδηλώνοντας [[έτσι]] το [[ηφαίστειο]] και τα σιδηρουργεία του Ηφαίστου στη Λήμνο. Άλλοι συνδέουν τη λ. με το επίθ. [[ἀπρόσμικτος]] και της αποδίδουν τη [[σημασία]] «[[αφιλόξενος]]». Σύμφωνα με ορισμένους σχολιαστές, εξάλλου, η λ. [[είναι]] κυπριακή και σημαίνει «[[ευδαίμων]]». Με [[βάση]] την [[άποψη]] αυτή τών σχολιαστών η λ., [[κατά]] τον Lagercrantz, ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ἀμικτοθαλόεσσα</i> «η θάλλουσα [[χωρίς]] αναμίξεις, ανόθευτη, γνήσια [[ευτυχία]]». Τέλος, κατ’ [[άλλη]], τολμηρότερη [[άποψη]], το επίθ. συνδέεται ετυμολογικά με το ουσ. [[ἀμύγδαλον]] -<i>ή</i> και [[επομένως]] σημαίνει «[[τόπο]] γεμάτο αμύγδαλα ή αμυγδαλιές»].
|mltxt=[[ἀμιχθαλόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[απροσπέλαστος]], [[αφιλόξενος]]<br /><b>2.</b> (με [[άλλη]] [[ερμηνεία]]) καταχνιασμένος, [[ομιχλώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθετο γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που απαντά [[συνήθως]] σε θηλυκό [[γένος]], ως [[προσδιορισμός]] του τοπωνυμίου <i>Λήμνος</i> ([[ἀμιχθαλόεσσα]] Λήμνος</i>). Η [[σημασία]] [[καθώς]] και η ετυμολογική [[προέλευση]] της λ. δημιουργούν [[πολλά]] προβλήματα, τα οποία παραμένουν [[ακόμη]] άλυτα. Κατά μία [[άποψη]], η λ. προέρχεται από τ. <i>ἀμίχθαλος</i> «[[ομίχλη]]» και [[επομένως]] σημαίνει «τον ομιχλώδη», υποδηλώνοντας [[έτσι]] το [[ηφαίστειο]] και τα σιδηρουργεία του Ηφαίστου στη Λήμνο. Άλλοι συνδέουν τη λ. με το επίθ. [[ἀπρόσμικτος]] και της αποδίδουν τη [[σημασία]] «[[αφιλόξενος]]». Σύμφωνα με ορισμένους σχολιαστές, εξάλλου, η λ. [[είναι]] κυπριακή και σημαίνει «[[ευδαίμων]]». Με [[βάση]] την [[άποψη]] αυτή τών σχολιαστών η λ., [[κατά]] τον Lagercrantz, ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ἀμικτοθαλόεσσα</i> «η θάλλουσα [[χωρίς]] αναμίξεις, ανόθευτη, γνήσια [[ευτυχία]]». Τέλος, κατ’ [[άλλη]], τολμηρότερη [[άποψη]], το επίθ. συνδέεται ετυμολογικά με το ουσ. [[ἀμύγδαλον]] -<i>ή</i> και [[επομένως]] σημαίνει «[[τόπο]] γεμάτο αμύγδαλα ή αμυγδαλιές»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμιχθαλόεις:''' -εσσα, -εν ([[μίγνυμι]]), επίθ. της Λήμνου, απροσπέλαστη, αφιλόξενη, εχθρική, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}