Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμιχθαλόεις: Difference between revisions

From LSJ
3
(big3_3)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀμιχθᾰλόεις) -εσσα, -εν<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />sent. dud. [[neblinoso]] o [[inhóspito]] quizá [[fértil]] de Lemnos <i>Il</i>.24.753, <i>h.Ap</i>.36, [[ἀήρ]] Call.<i>Fr</i>.18.8, Colluth.208, cf. Apollon.<i>Lex</i>.342, Sch.<i>Il</i>.24.753, Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Varias propuestas, la más verosímil parte de [[ἀμύγδαλον]] (tb. [[ἄμικτον]]) ‘almendra’; seria ‘rico en almendros’ de donde ‘fértil’.
|dgtxt=(ἀμιχθᾰλόεις) -εσσα, -εν<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />sent. dud. [[neblinoso]] o [[inhóspito]] quizá [[fértil]] de Lemnos <i>Il</i>.24.753, <i>h.Ap</i>.36, [[ἀήρ]] Call.<i>Fr</i>.18.8, Colluth.208, cf. Apollon.<i>Lex</i>.342, Sch.<i>Il</i>.24.753, Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Varias propuestas, la más verosímil parte de [[ἀμύγδαλον]] (tb. [[ἄμικτον]]) ‘almendra’; seria ‘rico en almendros’ de donde ‘fértil’.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμιχθαλόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> [[απροσπέλαστος]], [[αφιλόξενος]]<br /><b>2.</b> (με [[άλλη]] [[ερμηνεία]]) καταχνιασμένος, [[ομιχλώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθετο γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που απαντά [[συνήθως]] σε θηλυκό [[γένος]], ως [[προσδιορισμός]] του τοπωνυμίου <i>Λήμνος</i> ([[ἀμιχθαλόεσσα]] Λήμνος</i>). Η [[σημασία]] [[καθώς]] και η ετυμολογική [[προέλευση]] της λ. δημιουργούν [[πολλά]] προβλήματα, τα οποία παραμένουν [[ακόμη]] άλυτα. Κατά μία [[άποψη]], η λ. προέρχεται από τ. <i>ἀμίχθαλος</i> «[[ομίχλη]]» και [[επομένως]] σημαίνει «τον ομιχλώδη», υποδηλώνοντας [[έτσι]] το [[ηφαίστειο]] και τα σιδηρουργεία του Ηφαίστου στη Λήμνο. Άλλοι συνδέουν τη λ. με το επίθ. [[ἀπρόσμικτος]] και της αποδίδουν τη [[σημασία]] «[[αφιλόξενος]]». Σύμφωνα με ορισμένους σχολιαστές, εξάλλου, η λ. [[είναι]] κυπριακή και σημαίνει «[[ευδαίμων]]». Με [[βάση]] την [[άποψη]] αυτή τών σχολιαστών η λ., [[κατά]] τον Lagercrantz, ανάγεται σε αρχικό τ. <i>ἀμικτοθαλόεσσα</i> «η θάλλουσα [[χωρίς]] αναμίξεις, ανόθευτη, γνήσια [[ευτυχία]]». Τέλος, κατ’ [[άλλη]], τολμηρότερη [[άποψη]], το επίθ. συνδέεται ετυμολογικά με το ουσ. [[ἀμύγδαλον]] -<i>ή</i> και [[επομένως]] σημαίνει «[[τόπο]] γεμάτο αμύγδαλα ή αμυγδαλιές»].
}}
}}