ἀμφελικτός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(big3_3)
(2)
Line 4: Line 4:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀμφιέλικτος]].
|dgtxt=v. [[ἀμφιέλικτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφελικτός:''' -όν, ποιητ. αντί <i>ἀμφιέλ-</i>, κουλουριασμένος, τυλιγμένος, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 17:56, 30 December 2018

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
roulé autour.
Étymologie: ἀμφελίσσω.

Spanish (DGE)

v. ἀμφιέλικτος.

Greek Monotonic

ἀμφελικτός: -όν, ποιητ. αντί ἀμφιέλ-, κουλουριασμένος, τυλιγμένος, σε Ευρ.