ἄναξ: Difference between revisions

1,307 bytes added ,  30 December 2018
2
(3)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-κτος), ο (θηλ. [[άνασσα]]) (Α [[ἄναξ]]) [[ανώτατος]] [[άρχοντας]], [[βασιλιάς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κύριος]], [[δεσπότης]], [[αφέντης]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] τών θεών, ιδιαίτερα του Απόλλωνος<br /><b>3.</b> [[προσωνυμία]] τών ομηρικών ηρώων και ιδιαίτερα του Αγαμέμνονος ή άλλων έξοχων προσώπων<br /><b>4.</b> [[γιος]] ή [[αδελφός]] ενός βασιλιά<br /><b>5.</b> [[αφέντης]] του σπιτιού, [[οικοδεσπότης]]<br /><b>6.</b> [[ιδιοκτήτης]]<br /><b>7.</b> ο [[υπεύθυνος]], ο [[εντεταλμένος]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η ετυμολ. του τ. [[είναι]] άγνωστη. Όσα έχουν προταθεί [[είναι]] υποθετικά. Πιθ. πρόκειται για [[ξένη]] λ., [[δάνειο]] στην Ελληνική. Πάντως οι τ. της Τοχαρ. Β' <i>nakte</i> και Τοχαρ. Α' <i>nkat</i> (<i>man nkatt</i> «Θεός Μήνας») απέχουν πολύ από το ελλην. [[ἄναξ]]<br />το δε φρυγικό <i>wanaktei</i> προέρχεται από το ελληνικό. Σύμφωνα με μια [[άποψη]], [[κατά]] την οποία [[ορθά]] υπογραμμίστηκε η [[σπουδαιότητα]] της σημασίας του «προστάτη, σωτήρα», πρόκειται για θρησκεντικόν τ., για τον οποίο αναζητήθηκε μια ινδοευρωπαϊκή [[ετυμολογία]], που δεν [[είναι]] όμως και τόσο πειστική. Ο [[αρχικός]] τ. ήταν <i>Faναξ</i> (με [[δίγαμμα]]), όπως μαρτυρείται από το ομηρικό [[μέτρο]], διάφορες διαλεκτικές επιγραφές και μυκηναϊκές ήδη πινακίδες. Σε πινακίδες της Πύλου και της Κνωσού ο τ. απαντά μόνο στον ενικό στους τύπους <i>Wanaka</i> «Fάναξ» και δοτ. <i>Wanakate</i> «Fανακτει». Στη Μυκην. η λ. δήλωνε πιθανότατα αφ’ ενός τον υπέρτατο πολιτικό άρχοντα του κράτους της Πύλου, αφ’ ετέρου έναν θεό του πανθέου της Πύλου, [[χωρίς]] να [[είναι]] [[πάντα]] δυνατόν ερμηνευτικά να γίνει [[διάκριση]] [[μεταξύ]] αυτών τών δύο. Τα δεδομένα αυτά συμφωνούν με τη [[χρήση]] της λ. στον Όμηρο, όπου ο τ. απαντά συχνότερα στον ενικό (στον πληθ. αναφέρεται [[κυρίως]] στους θεούς) με τη [[σημασία]] του αφέντη σε [[σχέση]] [[προς]] σκλάβο, [[άλογο]], [[σκύλο]] κ.λπ. Χαρακτηριστική [[είναι]] η [[χρήση]] του τ. στην [[έκφραση]] [[ἄναξ]] ἀνδρῶν</i> «[[προστάτης]], [[σωτήρας]] του λαού του», η οποία αποδίδεται [[σχεδόν]] αποκλειστικά στον Αγαμέμνονα. Οι άλλες σημασίες της λ. [[είναι]] «[[κύριος]], [[άρχων]]» ως [[τίτλος]] ευγενείας, «[[αφέντης]], [[κύριος]]» για τον αφέντη του σπιτιού στην [[Οδύσσεια]] και, [[τέλος]], αποτελεί χαρακτηρισμό για τις θεότητες ([[κυρίως]] για τον Απόλλωνα) που θεωρούνται προστάτες ή φύλακες. Η παλαιά [[κλητική]] <i>ἄνα</i> ([[τύπος]] που αντικαταστάθηκε γενικά από το [[ἄναξ]]) λέγεται για τον Δία στην [[Ιλιάδα]] [[καθώς]] και για τον Απόλλωνα. Η κύρια [[σημασία]] της λ. φαίνεται ότι [[είναι]] αυτή του «προστάτη, σωτήρα», [[πράγμα]] που πιστοποιείται και από την [[ετυμολογία]] του τ. <i>Ἀστυάναξ</i> «ο [[προστάτης]], ο [[σωτήρας]] του άστεως». Στην αττική διάλεκτο σώζεται ως [[επίθετο]] θεών, στους οποίους γίνεται [[επίκληση]] (π. χ. του Απόλλωνα στον Αριστοφάνη) ή από λυρικές σκηνές της τραγωδίας. Στα Δωρικά ο πληθ. <i>Fάνακες</i> ([[χωρίς]] –<i>τ</i>- στο [[θέμα]]) χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει τους σωτήρες Διόσκουρους, με το παράγωγο <i>Faνάκειoν</i> ([[ναός]] τών Διοσκούρων) και [[Ἀνάκειον]]. Η [[μαρτυρία]] τών μυκην. πινακίδων αποδεικνύει ότι ο τ. [[χωρίς]] τελικό -<i>τ</i> [[είναι]] [[υστερογενής]] (πιθ. [[κατά]] το [[φύλαξ]]). Τέλος, στην Κυπριακή απαντά τ. <i>Fάναξ</i> με τη [[σημασία]] «γιός του βασιλιά, [[πρίγκιπας]]». Το θηλ. (<i>F</i>)[[άνασσα]] λέγεται στον Όμηρο μόνο για θεά ή για τη Ναυσικά, που εκλαμβάνεται ως θεά (<i>Οδ</i>. ζ 149). Μετά τον Όμηρο [[είναι]] πολύ σπάνιο. Η μυκηναϊκή έχει τη λ. στον δυϊκό <i>wan asoi</i> «στις δύο υπέρτατες Βασίλισσες». Πρόκειται για θρησκευτικό τ. που αποδίδεται σε δύο συνδεόμενες θεές. Οι χρήσεις του [[ἄναξ]], όπως και η [[σπουδαιότητα]] της λ. ως συνθετικού των κυρίων αρχαίων ονομάτων, πιστοποιούν ότι πρόκειται για αρχαϊκό τ., ο [[οποίος]] έτεινε να εξαφανιστεί.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀναξία]](Ι), [[ἀνάξιος]](ΙΙ), [[ἀνάσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετ.) [[ἀναξίαλος]], [[ἀναξιβρέντας]], [[ἀναξιδώρα]], [[ἀναξίμολπος]], [[ἀναξιφόρμιγξ]], <i>ἀνακτοβούλιο</i>, <i>ἀνακτομισθία</i>, <i>ἀνακτοσυμβούλιο</i>, <i>Ἀνάξανδρος</i>, <i>Ἀναξαγόρας</i>, <i>Ἀναξάνθης</i>, <i>Ἀναξαρέτα</i>, <i>Ἀνάξαρχος</i>, <i>Ἀνάξερμος</i>, <i>Ἀναξήνωρ</i>, <i>Ἀναξιάδης</i>, <i>Ἀναξίας</i>, <i>Ἀναξίβιος</i>, <i>Ἀναξίβουλος</i>, <i>Ἀναξιγένης</i>, <i>Ἀναξίδαμος</i>, <i>Ἀναξίδικος</i>, <i>Ἀναξίδοτος</i>, <i>Ἀναξίδωρος</i>, <i>Ἀναξίθεμις</i>, <i>Ἀναξίθεος</i>, <i>Ἀναξίκλειτος</i>, <i>Ἀναξικλῆς</i>, <i>Ἀναξικράτης</i>, <i>Ἀναξίλας</i>, <i>Ἀναξίλος</i>, <i>Ἀναξίνος</i>, <i>Ἀναξίμανδρος</i>, <i>Ἀναξίμαχος</i>, <i>Ἀναξίμβροτος</i>, <i>Ἀναξιμένης</i>, <i>Ἀναξινόη</i>, <i>Ἀναξιπόλεμος</i>, <i>Ἀναξίπολις</i>, <i>Ἀναξίφιλος</i>, <i>Ἀναξιρόη</i>, <i>Ἄναξις</i>, <i>Ἀναξίς</i>, <i>Ἀναξίτιμος</i>, <i>Ἀναξιφῶν</i>, <i>Ἀνάξιππος</i>, <i>Ἀναξίφαντος</i>, <i>Ἀναξίων</i>, <i>Ἀναξώ</i> (β' συνθετ.) [[οἰκῶναξ]], [[χειρῶναξ]], <i>Ἀβρῶναξ</i>, <i>Ἀγαθάναξ</i>, <i>Ἀγορᾶναξ</i>, <i>Ἀμφιάναξ</i>, <i>Ἀνδρῶναξ</i>, <i>Ἀντιάναξ</i>, <i>Ἀρετάνασσα</i>, <i>Ἀριστῶναξ</i>, <i>Ἀρχεάναξ</i>, <i>Ἀστυάναξ</i>, <i>Βουλᾶναξ</i>, <i>Δαμῶναξ</i>, <i>Έπιάναξ</i>, <i>Ἐρατώνασσα</i>, <i>Ἑρμηνιάναξ</i>, <i>Ἑρμῶναξ</i>, <i>Εὐάναξ</i>, <i>Εὐρυάναξ</i>, <i>Εὐφρῶναξ</i>, <i>Ἐχεάναξ</i>, <i>Ἡγῆναξ</i>, <i>Ἡγησιάναξ</i>, <i>Ἡλιάναξ</i>, <i>Ἡρῶναξ</i>, <i>Θεμιστῶναξ</i>, <i>Θεσπεσιάναξ</i>, <i>Ἱερώνασσα</i>, <i>Ἱππῶναξ</i>, <i>Ἰφιάναξ</i>, <i>Καλλιάναξ</i>, <i>Κλεάναξ</i>, <i>Κλειτάνασσα</i>, <i>Κρατιστῶναξ</i>, <i>Κυδάναξ</i>, <i>Λαμπρῶναξ</i>, <i>Λαμπώνασσα</i>, <i>Λάνασσα</i>, <i>Λεσβῶναξ</i>, <i>Λυσιάναξ</i>, <i>Μανδρῶναξ</i>, <i>Μοιρῶναξ</i>, <i>Νικάναξ</i>, <i>Ὀνησιάναξ</i>, <i>Πεισιάναξ</i>, <i>Πλειοστοάναξ</i>, <i>Πολυάνακτις</i>, <i>Ποσειδῶναξ</i>, <i>Πραξιάναξ</i>, <i>Πρῶναξ</i>, <i>Πυθῶναξ</i>, <i>Σημωνακτίδης</i>, <i>Στασιάναξ</i>, <i>Στρατῶναξ</i>, <i>Σωσιάναξ</i>, <i>Τιμησιάναξ</i>, <i>Τιμῶναξ</i>, <i>Ὑψῶναξ</i>, <i>Φαινῶναξ</i>).
|mltxt=(-κτος), ο (θηλ. [[άνασσα]]) (Α [[ἄναξ]]) [[ανώτατος]] [[άρχοντας]], [[βασιλιάς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κύριος]], [[δεσπότης]], [[αφέντης]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] τών θεών, ιδιαίτερα του Απόλλωνος<br /><b>3.</b> [[προσωνυμία]] τών ομηρικών ηρώων και ιδιαίτερα του Αγαμέμνονος ή άλλων έξοχων προσώπων<br /><b>4.</b> [[γιος]] ή [[αδελφός]] ενός βασιλιά<br /><b>5.</b> [[αφέντης]] του σπιτιού, [[οικοδεσπότης]]<br /><b>6.</b> [[ιδιοκτήτης]]<br /><b>7.</b> ο [[υπεύθυνος]], ο [[εντεταλμένος]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η ετυμολ. του τ. [[είναι]] άγνωστη. Όσα έχουν προταθεί [[είναι]] υποθετικά. Πιθ. πρόκειται για [[ξένη]] λ., [[δάνειο]] στην Ελληνική. Πάντως οι τ. της Τοχαρ. Β' <i>nakte</i> και Τοχαρ. Α' <i>nkat</i> (<i>man nkatt</i> «Θεός Μήνας») απέχουν πολύ από το ελλην. [[ἄναξ]]<br />το δε φρυγικό <i>wanaktei</i> προέρχεται από το ελληνικό. Σύμφωνα με μια [[άποψη]], [[κατά]] την οποία [[ορθά]] υπογραμμίστηκε η [[σπουδαιότητα]] της σημασίας του «προστάτη, σωτήρα», πρόκειται για θρησκεντικόν τ., για τον οποίο αναζητήθηκε μια ινδοευρωπαϊκή [[ετυμολογία]], που δεν [[είναι]] όμως και τόσο πειστική. Ο [[αρχικός]] τ. ήταν <i>Faναξ</i> (με [[δίγαμμα]]), όπως μαρτυρείται από το ομηρικό [[μέτρο]], διάφορες διαλεκτικές επιγραφές και μυκηναϊκές ήδη πινακίδες. Σε πινακίδες της Πύλου και της Κνωσού ο τ. απαντά μόνο στον ενικό στους τύπους <i>Wanaka</i> «Fάναξ» και δοτ. <i>Wanakate</i> «Fανακτει». Στη Μυκην. η λ. δήλωνε πιθανότατα αφ’ ενός τον υπέρτατο πολιτικό άρχοντα του κράτους της Πύλου, αφ’ ετέρου έναν θεό του πανθέου της Πύλου, [[χωρίς]] να [[είναι]] [[πάντα]] δυνατόν ερμηνευτικά να γίνει [[διάκριση]] [[μεταξύ]] αυτών τών δύο. Τα δεδομένα αυτά συμφωνούν με τη [[χρήση]] της λ. στον Όμηρο, όπου ο τ. απαντά συχνότερα στον ενικό (στον πληθ. αναφέρεται [[κυρίως]] στους θεούς) με τη [[σημασία]] του αφέντη σε [[σχέση]] [[προς]] σκλάβο, [[άλογο]], [[σκύλο]] κ.λπ. Χαρακτηριστική [[είναι]] η [[χρήση]] του τ. στην [[έκφραση]] [[ἄναξ]] ἀνδρῶν</i> «[[προστάτης]], [[σωτήρας]] του λαού του», η οποία αποδίδεται [[σχεδόν]] αποκλειστικά στον Αγαμέμνονα. Οι άλλες σημασίες της λ. [[είναι]] «[[κύριος]], [[άρχων]]» ως [[τίτλος]] ευγενείας, «[[αφέντης]], [[κύριος]]» για τον αφέντη του σπιτιού στην [[Οδύσσεια]] και, [[τέλος]], αποτελεί χαρακτηρισμό για τις θεότητες ([[κυρίως]] για τον Απόλλωνα) που θεωρούνται προστάτες ή φύλακες. Η παλαιά [[κλητική]] <i>ἄνα</i> ([[τύπος]] που αντικαταστάθηκε γενικά από το [[ἄναξ]]) λέγεται για τον Δία στην [[Ιλιάδα]] [[καθώς]] και για τον Απόλλωνα. Η κύρια [[σημασία]] της λ. φαίνεται ότι [[είναι]] αυτή του «προστάτη, σωτήρα», [[πράγμα]] που πιστοποιείται και από την [[ετυμολογία]] του τ. <i>Ἀστυάναξ</i> «ο [[προστάτης]], ο [[σωτήρας]] του άστεως». Στην αττική διάλεκτο σώζεται ως [[επίθετο]] θεών, στους οποίους γίνεται [[επίκληση]] (π. χ. του Απόλλωνα στον Αριστοφάνη) ή από λυρικές σκηνές της τραγωδίας. Στα Δωρικά ο πληθ. <i>Fάνακες</i> ([[χωρίς]] –<i>τ</i>- στο [[θέμα]]) χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει τους σωτήρες Διόσκουρους, με το παράγωγο <i>Faνάκειoν</i> ([[ναός]] τών Διοσκούρων) και [[Ἀνάκειον]]. Η [[μαρτυρία]] τών μυκην. πινακίδων αποδεικνύει ότι ο τ. [[χωρίς]] τελικό -<i>τ</i> [[είναι]] [[υστερογενής]] (πιθ. [[κατά]] το [[φύλαξ]]). Τέλος, στην Κυπριακή απαντά τ. <i>Fάναξ</i> με τη [[σημασία]] «γιός του βασιλιά, [[πρίγκιπας]]». Το θηλ. (<i>F</i>)[[άνασσα]] λέγεται στον Όμηρο μόνο για θεά ή για τη Ναυσικά, που εκλαμβάνεται ως θεά (<i>Οδ</i>. ζ 149). Μετά τον Όμηρο [[είναι]] πολύ σπάνιο. Η μυκηναϊκή έχει τη λ. στον δυϊκό <i>wan asoi</i> «στις δύο υπέρτατες Βασίλισσες». Πρόκειται για θρησκευτικό τ. που αποδίδεται σε δύο συνδεόμενες θεές. Οι χρήσεις του [[ἄναξ]], όπως και η [[σπουδαιότητα]] της λ. ως συνθετικού των κυρίων αρχαίων ονομάτων, πιστοποιούν ότι πρόκειται για αρχαϊκό τ., ο [[οποίος]] έτεινε να εξαφανιστεί.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀναξία]](Ι), [[ἀνάξιος]](ΙΙ), [[ἀνάσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετ.) [[ἀναξίαλος]], [[ἀναξιβρέντας]], [[ἀναξιδώρα]], [[ἀναξίμολπος]], [[ἀναξιφόρμιγξ]], <i>ἀνακτοβούλιο</i>, <i>ἀνακτομισθία</i>, <i>ἀνακτοσυμβούλιο</i>, <i>Ἀνάξανδρος</i>, <i>Ἀναξαγόρας</i>, <i>Ἀναξάνθης</i>, <i>Ἀναξαρέτα</i>, <i>Ἀνάξαρχος</i>, <i>Ἀνάξερμος</i>, <i>Ἀναξήνωρ</i>, <i>Ἀναξιάδης</i>, <i>Ἀναξίας</i>, <i>Ἀναξίβιος</i>, <i>Ἀναξίβουλος</i>, <i>Ἀναξιγένης</i>, <i>Ἀναξίδαμος</i>, <i>Ἀναξίδικος</i>, <i>Ἀναξίδοτος</i>, <i>Ἀναξίδωρος</i>, <i>Ἀναξίθεμις</i>, <i>Ἀναξίθεος</i>, <i>Ἀναξίκλειτος</i>, <i>Ἀναξικλῆς</i>, <i>Ἀναξικράτης</i>, <i>Ἀναξίλας</i>, <i>Ἀναξίλος</i>, <i>Ἀναξίνος</i>, <i>Ἀναξίμανδρος</i>, <i>Ἀναξίμαχος</i>, <i>Ἀναξίμβροτος</i>, <i>Ἀναξιμένης</i>, <i>Ἀναξινόη</i>, <i>Ἀναξιπόλεμος</i>, <i>Ἀναξίπολις</i>, <i>Ἀναξίφιλος</i>, <i>Ἀναξιρόη</i>, <i>Ἄναξις</i>, <i>Ἀναξίς</i>, <i>Ἀναξίτιμος</i>, <i>Ἀναξιφῶν</i>, <i>Ἀνάξιππος</i>, <i>Ἀναξίφαντος</i>, <i>Ἀναξίων</i>, <i>Ἀναξώ</i> (β' συνθετ.) [[οἰκῶναξ]], [[χειρῶναξ]], <i>Ἀβρῶναξ</i>, <i>Ἀγαθάναξ</i>, <i>Ἀγορᾶναξ</i>, <i>Ἀμφιάναξ</i>, <i>Ἀνδρῶναξ</i>, <i>Ἀντιάναξ</i>, <i>Ἀρετάνασσα</i>, <i>Ἀριστῶναξ</i>, <i>Ἀρχεάναξ</i>, <i>Ἀστυάναξ</i>, <i>Βουλᾶναξ</i>, <i>Δαμῶναξ</i>, <i>Έπιάναξ</i>, <i>Ἐρατώνασσα</i>, <i>Ἑρμηνιάναξ</i>, <i>Ἑρμῶναξ</i>, <i>Εὐάναξ</i>, <i>Εὐρυάναξ</i>, <i>Εὐφρῶναξ</i>, <i>Ἐχεάναξ</i>, <i>Ἡγῆναξ</i>, <i>Ἡγησιάναξ</i>, <i>Ἡλιάναξ</i>, <i>Ἡρῶναξ</i>, <i>Θεμιστῶναξ</i>, <i>Θεσπεσιάναξ</i>, <i>Ἱερώνασσα</i>, <i>Ἱππῶναξ</i>, <i>Ἰφιάναξ</i>, <i>Καλλιάναξ</i>, <i>Κλεάναξ</i>, <i>Κλειτάνασσα</i>, <i>Κρατιστῶναξ</i>, <i>Κυδάναξ</i>, <i>Λαμπρῶναξ</i>, <i>Λαμπώνασσα</i>, <i>Λάνασσα</i>, <i>Λεσβῶναξ</i>, <i>Λυσιάναξ</i>, <i>Μανδρῶναξ</i>, <i>Μοιρῶναξ</i>, <i>Νικάναξ</i>, <i>Ὀνησιάναξ</i>, <i>Πεισιάναξ</i>, <i>Πλειοστοάναξ</i>, <i>Πολυάνακτις</i>, <i>Ποσειδῶναξ</i>, <i>Πραξιάναξ</i>, <i>Πρῶναξ</i>, <i>Πυθῶναξ</i>, <i>Σημωνακτίδης</i>, <i>Στασιάναξ</i>, <i>Στρατῶναξ</i>, <i>Σωσιάναξ</i>, <i>Τιμησιάναξ</i>, <i>Τιμῶναξ</i>, <i>Ὑψῶναξ</i>, <i>Φαινῶναξ</i>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄναξ:''' [ᾰ], ἄνακτος, ὁ, κλητ. [[ἄνα]]· ([[ἀνάσσω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[άρχοντας]], [[βασιλιάς]], [[τίτλος]] αποδιδόμενος στους θεούς, [[ιδίως]] στον Απόλλωνα και στο [[Δία]], σε Όμηρ.· στον τελευταίο στην κλητ. Ζεῦ [[ἄνα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[ανάμεσα]] στους Ομηρικούς ήρωες, ο Αγαμέμνονας είναι ο [[ἄναξ]] [[ἀνδρῶν]]· [[αλλά]] το [[ἄναξ]] είναι [[τίτλος]] αποδιδόμενος σε όλους τους άνδρες με διακεκριμένη και υψηλή [[θέση]], όπως ο [[Τειρεσίας]], σε Ομήρ. Οδ.· βασιλεὺς [[ἄναξ]], [[άρχοντας]] [[βασιλιάς]], στο ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[οικοδεσπότης]], [[ιδίως]] δηλώνοντας τη [[σχέση]] [[μεταξύ]] κυρίου και δούλου, στο ίδ.<br /><b class="num">IV.</b> μεταφ., [[κώπης]], <i>ναῶν ἄνακτες</i>, άρχοντες των κουπιών, των πλοίων, σε Αισχύλ.· <i>ἄν.ὅπλων</i>, σε Ευρ.
}}
}}