δενδροφόρος: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[δενδροφόρος]], -ον)<br />(για [[τόπο]]) ο [[κατάλληλος]] για δενδροκαλλιέργεια<br /><b>1.</b> (αρσ. ή θηλ. ως ουσ.) [[δενδροφόρος]] ([[τόπος]] ή γη)<br />[[γεμάτος]] δένδρα<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι Δενδροφόροι</i><br />αυτοί που τελούν τη [[δενδροφορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δένδρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].
|mltxt=-α, -ο (AM [[δενδροφόρος]], -ον)<br />(για [[τόπο]]) ο [[κατάλληλος]] για δενδροκαλλιέργεια<br /><b>1.</b> (αρσ. ή θηλ. ως ουσ.) [[δενδροφόρος]] ([[τόπος]] ή γη)<br />[[γεμάτος]] δένδρα<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι Δενδροφόροι</i><br />αυτοί που τελούν τη [[δενδροφορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δένδρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δενδροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), [[περιοχή]] που έχει δέντρα· υπερθ. <i>-ώτατος</i>, σε Πλούτ.
}}
}}