Anonymous

δενδροφόρος: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δενδροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), [[περιοχή]] που έχει δέντρα· υπερθ. <i>-ώτατος</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''δενδροφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), [[περιοχή]] που έχει δέντρα· υπερθ. <i>-ώτατος</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=δενδροφόρος -ον [δένδρον, φέρω] die bomen voortbrengt.
}}
}}