διαλλάσσω: Difference between revisions

3
(9)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διαλλάσσω]] και διαλλάττω) [[αλλάσσω]]<br />[[συμφιλιώνω]], [[συνδιαλλάσσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανταλλάσσω]]<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] σε [[αντάλλαγμα]]<br /><b>3.</b> [[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]], [[αλλοιώνω]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[διαφέρω]]<br />β) [[διαπρέπω]]<br />γ) [[πεθαίνω]].
|mltxt=(AM [[διαλλάσσω]] και διαλλάττω) [[αλλάσσω]]<br />[[συμφιλιώνω]], [[συνδιαλλάσσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανταλλάσσω]]<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] σε [[αντάλλαγμα]]<br /><b>3.</b> [[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]], [[αλλοιώνω]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[διαφέρω]]<br />β) [[διαπρέπω]]<br />γ) [[πεθαίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαλλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, παρακ. <i>δι-ήλλᾰχα</i> — Παθ. μέλ. <i>δι-αλλαχθήσομαι</i> και <i>-αλλᾰγήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>-ηλλάχθην</i> και -ηλλάγην [ᾰ], παρακ. <i>-ήλλαγμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> Μέσ., [[ανταλλάσσω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]], κάνω [[ανταλλαγή]], σε Ηρόδ.· απόλ., κάνω [[ανταλλαγή]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[δίνω]] [[κάτι]] σε [[ανταλλαγή]]·<br /><b class="num">1.</b> [[δίνω]] ως [[αντάλλαγμα]], <i>τί τινι</i>, σε Ευρ.· τι [[ἀντί]] τινος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[παίρνω]] ως [[αντάλλαγμα]], στον ίδ.· <i>δ. τὴν χώραν</i>, [[ανταλλάσσω]] μια [[χώρα]] για μια [[άλλη]], [[αλλάζω]] μια [[χώρα]] με την [[άλλη]], δηλ. περνώ, [[διασχίζω]] μια [[περιοχή]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[απλώς]], [[παραλλάσσω]], [[αλλάζω]], <i>τοὺς ναυάρχους</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[μετατρέπω]] την [[εχθρότητα]] σε [[φιλία]], [[συμφιλιώνω]], [[συμφιλιώνω]] τον ένα με τον [[άλλο]], <i>τινά τινι</i>, σε Θουκ.· τινὰ [[πρός]] τινα, σε Αριστοφ.· ή με αιτ. πληθ. μόνο, σε Ευρ. κ.λπ.· απόλ., [[συμφιλιώνω]], σε Πλάτ. — Παθ., συμφιλιώνομαι, [[γίνομαι]] [[φίλος]], [[μονοιάζω]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b> αμτβ., με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ., [[διαφέρω]] από κάποιον σε [[κάτι]], <i>διαλλάσειν οὐδὲν τοῖσι ἑτέροισι</i>, σε Ηρόδ.· απόλ., <i>τὸ διαλλάσσον</i>, η [[διαφορά]], σε Θουκ.<br /><b class="num">V.</b>Παθ., είμαι [[διαφορετικός]], Λατ. distare, στον ίδ.
}}
}}