3,274,917
edits
(8) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η και γεφύρι και [[γιοφύρι]], το (AM [[γέφυρα]], η και [[γεφύριον]], το)<br /><b>1.</b> τεχνητή [[κατασκευή]] για τη [[διάβαση]] ποταμού, χαράδρας, πορθμού κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μέσο]] επικοινωνίας ή διασύνδεσης<br /><b>2.</b> (στη [[γυμναστική]]) σωματική [[άσκηση]] στην οποία ο [[κορμός]] από την ύπτια [[θέση]] ανασηκώνεται και [[καθώς]] κάμπτεται αποκτά το συμβατικό [[σχήμα]] της γέφυρας<br /><b>3.</b> <b>(οδοντ.)</b> προσθετική [[εργασία]] για την [[αποκατάσταση]] μέρους της οδοντοστοιχίας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «της Τρίχας το γεφύρι» — γεφύρι το οποίο μόνο οι δίκαιοι μπορούν να περάσουν πηγαίνοντας στον Παράδεισο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b><br /><b>1.</b> [[φράγμα]], [[ανάχωμα]] ποταμού, [[πρόχωμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> το [[διάστημα]] [[μεταξύ]] τών στρατιωτικών μονάδων που μάχονται ή και τα όρια του πεδίου της μάχης<br /><b>3.</b> υπόγεια [[σήραγγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>γέφῡρα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γεφυρ</i>-<i>yᾰ</i> (η [[μακρότητα]] του -<i>υ</i>- οφείλεται σε [[αντέκταση]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> και <i>αγκυρ</i>-<i>yᾰ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αγκῡρα</i>). Λέξη που μαρτυρείται ήδη από την ομηρική [[ποίηση]], και [[μάλιστα]] μόνον [[κατά]] πληθυντικό στην [[Ιλιάδα]], με τη [[σημασία]] «υψώματα της γης που συγκρατούν [[ρεύμα]] νερού» (<b>[[πρβλ]].</b> τη μεταφορική [[έκφραση]] «πολέμοιο <i>γεφύρας</i>», ερμηνευμένη από σχολιαστές ως «τάς [[διόδους]] τῶν φαλάγγων»). Η [[εναλλαγή]] του αρκτικού φθόγγου διαλεκτικώς (<b>[[πρβλ]].</b> [[βέφυρα]], βοιωτ. [[δέφυρα]], κρητ. <i>δίφουρα</i>, λακων. οδήγησε στην [[υπόθεση]] χειλοϋπερωικού φθόγγου <i>g</i><sup>w </sup>([[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>bh</i>-). Δυσερμήνευτο παραμένει το <i>γ</i>- του τ. [[γέφυρα]], που πιθανόν να προήλθε [[κατόπιν]] ανομοιωτικής ή αφομοιωτικής αποβολής του χειλικού στοιχείου (<sup>w</sup>) Από απόπειρες συσχετισμού της λ. με άλλους ινδοευρ. τύπους, όπως το αρμ. <i>Kamurj</i> «[[γέφυρα]]», που εμφανίζουν δυσχέρειες (το ελλ. -<i>φ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>bh</i> θα έπρεπε λ.χ. να αντιστοιχεί σε αρμ. -<i>w</i>-), υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για λ. μη ινδοευρ. (κρητικής, αιγαιακής ή σημιτικής) προελεύσεως. Το νεοελλ. <i>γεφύρι</i> <span style="color: red;"><</span> <b>μτγν.</b> [[γεφύριον]], υποκορ. του [[γέφυρα]]<br />νεοελλ. [[γιοφύρι]] <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>γιοφύριν</i> <span style="color: red;"><</span> [[γεφύριον]] (για τον σχηματισμό του τ. <i>γιοφύριν</i><br /><b>[[πρβλ]].</b> [[γεμάτος]] -[[γιομάτος]], [[γεμίζω]]- [[γιομίζω]], [[γέμα]]- [[γιόμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γεφυρώνω]] (AM [[γεφυρώ]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[γεφυρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γεφυριάτικα]], [[γεφυρικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[γεφυροποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γεφυρεργάτης]], [[γεφυρουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γεφυροδοποιός]], [[γεφυροειδής]], [[γεφυρόζευγμα]], [[γεφυροθύρωμα]] [[γεφυροσκευή]], [[γεφυρόστρωση]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[αερογέφυρα]], [[γερανογέφυρα]], [[οδογέφυρα]], [[πεζογέφυρα]], [[τροχιογέφυρα]], [[υδρογέφυρα]]]. | |mltxt=η και γεφύρι και [[γιοφύρι]], το (AM [[γέφυρα]], η και [[γεφύριον]], το)<br /><b>1.</b> τεχνητή [[κατασκευή]] για τη [[διάβαση]] ποταμού, χαράδρας, πορθμού κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μέσο]] επικοινωνίας ή διασύνδεσης<br /><b>2.</b> (στη [[γυμναστική]]) σωματική [[άσκηση]] στην οποία ο [[κορμός]] από την ύπτια [[θέση]] ανασηκώνεται και [[καθώς]] κάμπτεται αποκτά το συμβατικό [[σχήμα]] της γέφυρας<br /><b>3.</b> <b>(οδοντ.)</b> προσθετική [[εργασία]] για την [[αποκατάσταση]] μέρους της οδοντοστοιχίας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «της Τρίχας το γεφύρι» — γεφύρι το οποίο μόνο οι δίκαιοι μπορούν να περάσουν πηγαίνοντας στον Παράδεισο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b><br /><b>1.</b> [[φράγμα]], [[ανάχωμα]] ποταμού, [[πρόχωμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> το [[διάστημα]] [[μεταξύ]] τών στρατιωτικών μονάδων που μάχονται ή και τα όρια του πεδίου της μάχης<br /><b>3.</b> υπόγεια [[σήραγγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>γέφῡρα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γεφυρ</i>-<i>yᾰ</i> (η [[μακρότητα]] του -<i>υ</i>- οφείλεται σε [[αντέκταση]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> και <i>αγκυρ</i>-<i>yᾰ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αγκῡρα</i>). Λέξη που μαρτυρείται ήδη από την ομηρική [[ποίηση]], και [[μάλιστα]] μόνον [[κατά]] πληθυντικό στην [[Ιλιάδα]], με τη [[σημασία]] «υψώματα της γης που συγκρατούν [[ρεύμα]] νερού» (<b>[[πρβλ]].</b> τη μεταφορική [[έκφραση]] «πολέμοιο <i>γεφύρας</i>», ερμηνευμένη από σχολιαστές ως «τάς [[διόδους]] τῶν φαλάγγων»). Η [[εναλλαγή]] του αρκτικού φθόγγου διαλεκτικώς (<b>[[πρβλ]].</b> [[βέφυρα]], βοιωτ. [[δέφυρα]], κρητ. <i>δίφουρα</i>, λακων. οδήγησε στην [[υπόθεση]] χειλοϋπερωικού φθόγγου <i>g</i><sup>w </sup>([[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>bh</i>-). Δυσερμήνευτο παραμένει το <i>γ</i>- του τ. [[γέφυρα]], που πιθανόν να προήλθε [[κατόπιν]] ανομοιωτικής ή αφομοιωτικής αποβολής του χειλικού στοιχείου (<sup>w</sup>) Από απόπειρες συσχετισμού της λ. με άλλους ινδοευρ. τύπους, όπως το αρμ. <i>Kamurj</i> «[[γέφυρα]]», που εμφανίζουν δυσχέρειες (το ελλ. -<i>φ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>bh</i> θα έπρεπε λ.χ. να αντιστοιχεί σε αρμ. -<i>w</i>-), υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για λ. μη ινδοευρ. (κρητικής, αιγαιακής ή σημιτικής) προελεύσεως. Το νεοελλ. <i>γεφύρι</i> <span style="color: red;"><</span> <b>μτγν.</b> [[γεφύριον]], υποκορ. του [[γέφυρα]]<br />νεοελλ. [[γιοφύρι]] <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>γιοφύριν</i> <span style="color: red;"><</span> [[γεφύριον]] (για τον σχηματισμό του τ. <i>γιοφύριν</i><br /><b>[[πρβλ]].</b> [[γεμάτος]] -[[γιομάτος]], [[γεμίζω]]- [[γιομίζω]], [[γέμα]]- [[γιόμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γεφυρώνω]] (AM [[γεφυρώ]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[γεφυρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γεφυριάτικα]], [[γεφυρικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[γεφυροποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γεφυρεργάτης]], [[γεφυρουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γεφυροδοποιός]], [[γεφυροειδής]], [[γεφυρόζευγμα]], [[γεφυροθύρωμα]] [[γεφυροσκευή]], [[γεφυρόστρωση]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[αερογέφυρα]], [[γερανογέφυρα]], [[οδογέφυρα]], [[πεζογέφυρα]], [[τροχιογέφυρα]], [[υδρογέφυρα]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γέφῡρα:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ανάχωμα]], [[φράγμα]] ή [[σωρός]] χώματος για την [[ανάσχεση]] ποταμού, στον πληθ. σε Ομήρ. Ιλ.· η [[έκφραση]] <i>πολέμοιο γέφυραι</i>, φαίνεται να σημαίνει, το [[έδαφος]] [[μεταξύ]] των [[δύο]] γραμμών της μάχης = <i>μεταίχμιον</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[γέφυρα]] για τη [[διάβαση]] ποταμού, σε Ηρόδ., Αττ.· ο Όμηρ. επίσης φαίνεται να αναγνωρίζει αυτή τη [[σημασία]] στο [[ρήμα]] [[γεφυρόω]] (άγν. προέλ.). | |||
}} | }} |