3,274,917
edits
(big3_10) |
(8) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(γέφῡρα) -ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> cret. [[δέπυρα]] <i>ICr</i>.4.43Bb.6 (Gortina V a.C.); beoc. [[βέφυρα]] Stratt.49.5; lacon. [[δίφουρα]] Hsch.<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[terraplén]], [[dique]] ποταμῷ πλήθοντι ἐοικὼς χειμάρρῳ, ὅς τ' ὦκα ῥέων ἐκέδασσε γεφύρας <i>Il</i>.5.88.<br /><b class="num">2</b> [[espacio intermedio]] πολέμοιο γέφυραι entre dos ejércitos <i>Il</i>.4.371.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[puente]] πόντου τε γέφυρ' ἀκάμαντος puente infatigable sobre el mar</i> ref. al Istmo de Corinto, Pi.<i>N</i>.6.39, del que se encuentra entre Atenas y Eleusis <i>Carm.Pop</i>.31, γ. γαῖν δυοῖν ζευκτηρία A.<i>Pers</i>.736, γέφυραν ζευγνύναι unir con un puente</i> las orillas de un río, Hdt.4.97, γεφύρᾳ συνεζευγμένος ... διπλέθρῳ Ephor.119, γέφυραν λῦσαι cortar un puente</i> X.<i>An</i>.2.4.17, πόλιν γεφύραις ... καὶ τείχεσιν περιφραγμένην LXX 2<i>Ma</i>.12.13, κεκόσμηται γεφύραις de Mitilene, Longus 1.1.1, cf. <i>Carm.Pop</i>.31, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1126.41 (IV a.C.), <i>PPetr</i>.2.4.11.6 (III a.C.), LXX <i>Is</i>.37.25, Luc.<i>VH</i> 2.43, <i>Hist.Cons</i>.15, <i>PRyl</i>.225.51 (II/III d.C.), Lib.<i>Or</i>.11.243<br /><b class="num">•</b>fig. del descenso de Cristo al Hades γ. πρὸς ἀναβίωσιν Procl.CP <i>Or</i>.M.65.785C.<br /><b class="num">2</b> [[túnel]] ποταμῷ ... ὃν ... ὑποστείχει γ. Philostr.<i>VA</i> 1.25.<br /><b class="num">3</b> [[acueducto]] τὴν γέφυραν ... ἀνέθηκεν <i>IEphesos</i> 3092 (I d.C.).<br /><b class="num">4</b> n. de un [[impuesto sobre los puentes]], <i>SB</i> 12834 (II/III d.C.) en <i>BL</i> 8.286.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Las formas beoc. [[βέφυρα]], cret. δέφυρα hacen pensar en una forma *<i>g<sup>u̯</sup>ebhūra</i>, aunque [[γέφυρα]] presenta un tratamiento anómalo de <i>g<sup>u̯</sup></i>- inicial. Se ha supuesto que la forma antigua sería *δέφυρα y [[γέφυρα]] sería secundaria por influencia de [[γέργυρα]], [[γόργυρα]] ‘conducto de agua’: *δέφυρα procedería de *<i>g<sup>u̯</sup>ebh</i>- <*<i>bheg<sup>u̯</sup></i>- por metátesis, cf. lituan. <i>bė́gu</i>, <i>bė́gti</i> ‘correr’, aisl. <i>běža</i>, <i>běžati</i> ‘huir’, gr. φέβομαι. Puede tratarse de una palabra del sustrato. | |dgtxt=(γέφῡρα) -ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> cret. [[δέπυρα]] <i>ICr</i>.4.43Bb.6 (Gortina V a.C.); beoc. [[βέφυρα]] Stratt.49.5; lacon. [[δίφουρα]] Hsch.<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[terraplén]], [[dique]] ποταμῷ πλήθοντι ἐοικὼς χειμάρρῳ, ὅς τ' ὦκα ῥέων ἐκέδασσε γεφύρας <i>Il</i>.5.88.<br /><b class="num">2</b> [[espacio intermedio]] πολέμοιο γέφυραι entre dos ejércitos <i>Il</i>.4.371.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[puente]] πόντου τε γέφυρ' ἀκάμαντος puente infatigable sobre el mar</i> ref. al Istmo de Corinto, Pi.<i>N</i>.6.39, del que se encuentra entre Atenas y Eleusis <i>Carm.Pop</i>.31, γ. γαῖν δυοῖν ζευκτηρία A.<i>Pers</i>.736, γέφυραν ζευγνύναι unir con un puente</i> las orillas de un río, Hdt.4.97, γεφύρᾳ συνεζευγμένος ... διπλέθρῳ Ephor.119, γέφυραν λῦσαι cortar un puente</i> X.<i>An</i>.2.4.17, πόλιν γεφύραις ... καὶ τείχεσιν περιφραγμένην LXX 2<i>Ma</i>.12.13, κεκόσμηται γεφύραις de Mitilene, Longus 1.1.1, cf. <i>Carm.Pop</i>.31, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1126.41 (IV a.C.), <i>PPetr</i>.2.4.11.6 (III a.C.), LXX <i>Is</i>.37.25, Luc.<i>VH</i> 2.43, <i>Hist.Cons</i>.15, <i>PRyl</i>.225.51 (II/III d.C.), Lib.<i>Or</i>.11.243<br /><b class="num">•</b>fig. del descenso de Cristo al Hades γ. πρὸς ἀναβίωσιν Procl.CP <i>Or</i>.M.65.785C.<br /><b class="num">2</b> [[túnel]] ποταμῷ ... ὃν ... ὑποστείχει γ. Philostr.<i>VA</i> 1.25.<br /><b class="num">3</b> [[acueducto]] τὴν γέφυραν ... ἀνέθηκεν <i>IEphesos</i> 3092 (I d.C.).<br /><b class="num">4</b> n. de un [[impuesto sobre los puentes]], <i>SB</i> 12834 (II/III d.C.) en <i>BL</i> 8.286.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Las formas beoc. [[βέφυρα]], cret. δέφυρα hacen pensar en una forma *<i>g<sup>u̯</sup>ebhūra</i>, aunque [[γέφυρα]] presenta un tratamiento anómalo de <i>g<sup>u̯</sup></i>- inicial. Se ha supuesto que la forma antigua sería *δέφυρα y [[γέφυρα]] sería secundaria por influencia de [[γέργυρα]], [[γόργυρα]] ‘conducto de agua’: *δέφυρα procedería de *<i>g<sup>u̯</sup>ebh</i>- <*<i>bheg<sup>u̯</sup></i>- por metátesis, cf. lituan. <i>bė́gu</i>, <i>bė́gti</i> ‘correr’, aisl. <i>běža</i>, <i>běžati</i> ‘huir’, gr. φέβομαι. Puede tratarse de una palabra del sustrato. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η και γεφύρι και [[γιοφύρι]], το (AM [[γέφυρα]], η και [[γεφύριον]], το)<br /><b>1.</b> τεχνητή [[κατασκευή]] για τη [[διάβαση]] ποταμού, χαράδρας, πορθμού κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μέσο]] επικοινωνίας ή διασύνδεσης<br /><b>2.</b> (στη [[γυμναστική]]) σωματική [[άσκηση]] στην οποία ο [[κορμός]] από την ύπτια [[θέση]] ανασηκώνεται και [[καθώς]] κάμπτεται αποκτά το συμβατικό [[σχήμα]] της γέφυρας<br /><b>3.</b> <b>(οδοντ.)</b> προσθετική [[εργασία]] για την [[αποκατάσταση]] μέρους της οδοντοστοιχίας<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «της Τρίχας το γεφύρι» — γεφύρι το οποίο μόνο οι δίκαιοι μπορούν να περάσουν πηγαίνοντας στον Παράδεισο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b><br /><b>1.</b> [[φράγμα]], [[ανάχωμα]] ποταμού, [[πρόχωμα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> το [[διάστημα]] [[μεταξύ]] τών στρατιωτικών μονάδων που μάχονται ή και τα όρια του πεδίου της μάχης<br /><b>3.</b> υπόγεια [[σήραγγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>γέφῡρα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γεφυρ</i>-<i>yᾰ</i> (η [[μακρότητα]] του -<i>υ</i>- οφείλεται σε [[αντέκταση]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> και <i>αγκυρ</i>-<i>yᾰ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αγκῡρα</i>). Λέξη που μαρτυρείται ήδη από την ομηρική [[ποίηση]], και [[μάλιστα]] μόνον [[κατά]] πληθυντικό στην [[Ιλιάδα]], με τη [[σημασία]] «υψώματα της γης που συγκρατούν [[ρεύμα]] νερού» (<b>[[πρβλ]].</b> τη μεταφορική [[έκφραση]] «πολέμοιο <i>γεφύρας</i>», ερμηνευμένη από σχολιαστές ως «τάς [[διόδους]] τῶν φαλάγγων»). Η [[εναλλαγή]] του αρκτικού φθόγγου διαλεκτικώς (<b>[[πρβλ]].</b> [[βέφυρα]], βοιωτ. [[δέφυρα]], κρητ. <i>δίφουρα</i>, λακων. οδήγησε στην [[υπόθεση]] χειλοϋπερωικού φθόγγου <i>g</i><sup>w </sup>([[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>bh</i>-). Δυσερμήνευτο παραμένει το <i>γ</i>- του τ. [[γέφυρα]], που πιθανόν να προήλθε [[κατόπιν]] ανομοιωτικής ή αφομοιωτικής αποβολής του χειλικού στοιχείου (<sup>w</sup>) Από απόπειρες συσχετισμού της λ. με άλλους ινδοευρ. τύπους, όπως το αρμ. <i>Kamurj</i> «[[γέφυρα]]», που εμφανίζουν δυσχέρειες (το ελλ. -<i>φ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>bh</i> θα έπρεπε λ.χ. να αντιστοιχεί σε αρμ. -<i>w</i>-), υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για λ. μη ινδοευρ. (κρητικής, αιγαιακής ή σημιτικής) προελεύσεως. Το νεοελλ. <i>γεφύρι</i> <span style="color: red;"><</span> <b>μτγν.</b> [[γεφύριον]], υποκορ. του [[γέφυρα]]<br />νεοελλ. [[γιοφύρι]] <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>γιοφύριν</i> <span style="color: red;"><</span> [[γεφύριον]] (για τον σχηματισμό του τ. <i>γιοφύριν</i><br /><b>[[πρβλ]].</b> [[γεμάτος]] -[[γιομάτος]], [[γεμίζω]]- [[γιομίζω]], [[γέμα]]- [[γιόμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γεφυρώνω]] (AM [[γεφυρώ]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[γεφυρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γεφυριάτικα]], [[γεφυρικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[γεφυροποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γεφυρεργάτης]], [[γεφυρουργία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γεφυροδοποιός]], [[γεφυροειδής]], [[γεφυρόζευγμα]], [[γεφυροθύρωμα]] [[γεφυροσκευή]], [[γεφυρόστρωση]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[αερογέφυρα]], [[γερανογέφυρα]], [[οδογέφυρα]], [[πεζογέφυρα]], [[τροχιογέφυρα]], [[υδρογέφυρα]]]. | |||
}} | }} |