3,274,752
edits
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γωρυτός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[φαρέτρα]]<br /><b>2.</b> [[θήκη]] τόξου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία και σπάνια λ. με την οποία δηλωνόταν πιθ. η [[κοινή]] αρχικά [[θήκη]] για το [[τόξο]] και τα βέλη με [[αποτέλεσμα]] αργότερα η λ. [[γωρυτός]] να σημαίνει τόσο «[[φαρέτρα]]» όσο και «[[θήκη]] τόξου». Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. σκυθικής προέλευσης, στην οποία υπετέθη ως α' συνθετικό η ιρανική [[λέξη]] για το «[[βόδι]]» ενώ ως β' συνθετικό το <i>ruta</i>- ή <i>rauta</i>-, που μαρτυρείται στην Ιρανική με τη σημ. «[[έντερο]]» ή «γδαρμένο [[δέρμα]] ζώου» (<b>[[πρβλ]].</b> περσ. <i>r</i><i>ū</i><i>da</i>)]. | |mltxt=[[γωρυτός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[φαρέτρα]]<br /><b>2.</b> [[θήκη]] τόξου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία και σπάνια λ. με την οποία δηλωνόταν πιθ. η [[κοινή]] αρχικά [[θήκη]] για το [[τόξο]] και τα βέλη με [[αποτέλεσμα]] αργότερα η λ. [[γωρυτός]] να σημαίνει τόσο «[[φαρέτρα]]» όσο και «[[θήκη]] τόξου». Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. σκυθικής προέλευσης, στην οποία υπετέθη ως α' συνθετικό η ιρανική [[λέξη]] για το «[[βόδι]]» ενώ ως β' συνθετικό το <i>ruta</i>- ή <i>rauta</i>-, που μαρτυρείται στην Ιρανική με τη σημ. «[[έντερο]]» ή «γδαρμένο [[δέρμα]] ζώου» (<b>[[πρβλ]].</b> περσ. <i>r</i><i>ū</i><i>da</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γωρῡτός:''' ὁ, [[θήκη]] για τόξα, [[φαρέτρα]], [[σαϊτοθήκη]], σε Ομήρ. Οδ.· ως θηλ., σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |