3,274,754
edits
(big3_10) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(γωρῡτός) -οῦ, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[γόρυτος]] Hsch.<br />[[carcaj]], <i>Od</i>.21.54, Lyc.458, Rhian.66.3, I.<i>BI</i> 3.96, Apollon.900, Luc.<i>Herc</i>.1, X.Eph.1.2.6, Q.S.3.35, Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Seguramente es un prést. escita. Pero tb. se ha supuesto un comp. cuyo primer término sería el n. iran. del buey, cf. [[Γωβρύας]] n. pr. El segundo término < *<i>rūta</i> o *<i>rauta</i> atestiguado en iran. como ‘piel de animal desollado’. | |dgtxt=(γωρῡτός) -οῦ, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[γόρυτος]] Hsch.<br />[[carcaj]], <i>Od</i>.21.54, Lyc.458, Rhian.66.3, I.<i>BI</i> 3.96, Apollon.900, Luc.<i>Herc</i>.1, X.Eph.1.2.6, Q.S.3.35, Hsch.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Seguramente es un prést. escita. Pero tb. se ha supuesto un comp. cuyo primer término sería el n. iran. del buey, cf. [[Γωβρύας]] n. pr. El segundo término < *<i>rūta</i> o *<i>rauta</i> atestiguado en iran. como ‘piel de animal desollado’. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γωρυτός]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[φαρέτρα]]<br /><b>2.</b> [[θήκη]] τόξου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία και σπάνια λ. με την οποία δηλωνόταν πιθ. η [[κοινή]] αρχικά [[θήκη]] για το [[τόξο]] και τα βέλη με [[αποτέλεσμα]] αργότερα η λ. [[γωρυτός]] να σημαίνει τόσο «[[φαρέτρα]]» όσο και «[[θήκη]] τόξου». Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. σκυθικής προέλευσης, στην οποία υπετέθη ως α' συνθετικό η ιρανική [[λέξη]] για το «[[βόδι]]» ενώ ως β' συνθετικό το <i>ruta</i>- ή <i>rauta</i>-, που μαρτυρείται στην Ιρανική με τη σημ. «[[έντερο]]» ή «γδαρμένο [[δέρμα]] ζώου» (<b>[[πρβλ]].</b> περσ. <i>r</i><i>ū</i><i>da</i>)]. | |||
}} | }} |