3,273,773
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κ. -[[σκίζω]] (AM [[ἀποσχίζω]])<br /><b>1.</b> [[σχίζω]], [[αποσπώ]] βίαια, [[αποχωρίζω]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) αποχωρίζομαι, αποσπώμαι ([[κυρίως]] από την Εκκλησία), [[γίνομαι]] [[σχισματικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκίζω]] εντελώς, [[ολοκληρώνω]] το [[σκίσιμο]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[μεταβαίνω]] από μια [[πολιτική]] [[παράταξη]] σε [[άλλη]], [[αποσκιρτώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀποσχίζω]] τινὰ τοῡ λόγου» — [[διακόπτω]] κάποιον που μιλά. | |mltxt=κ. -[[σκίζω]] (AM [[ἀποσχίζω]])<br /><b>1.</b> [[σχίζω]], [[αποσπώ]] βίαια, [[αποχωρίζω]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) αποχωρίζομαι, αποσπώμαι ([[κυρίως]] από την Εκκλησία), [[γίνομαι]] [[σχισματικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκίζω]] εντελώς, [[ολοκληρώνω]] το [[σκίσιμο]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[μεταβαίνω]] από μια [[πολιτική]] [[παράταξη]] σε [[άλλη]], [[αποσκιρτώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἀποσχίζω]] τινὰ τοῡ λόγου» — [[διακόπτω]] κάποιον που μιλά. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποσχίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[σχίζω]] ή [[αποκόπτω]] [[τεμάχιο]] από [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποχωρίζω]] ή [[αποσπώ]] από, τινὰ ἀπό τινος, σε Ηρόδ. — Παθ., <i>ἀποσχισθῆναί τινος</i>, αποχωρίζομαι από..., στον ίδ.· λέγεται για ποταμό, αποχωρίζομαι από το κύριο [[ρεύμα]], [[σχηματίζω]] παραπόταμο, στον ίδ.· λέγεται για [[φυλή]], έχω αποσπαστεί από το αρχέγονο γενεαλογικό δέντρο, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[ἀποσχίζω]] τινὰ τοῦ λόγου, [[διακόπτω]] την [[ομιλία]] κάποιου, παρεμβάλλομαι στο λόγο του, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |