Anonymous

ἀποσχίζω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσχίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[σχίζω]] ή [[αποκόπτω]] [[τεμάχιο]] από [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποχωρίζω]] ή [[αποσπώ]] από, τινὰ ἀπό τινος, σε Ηρόδ. — Παθ., <i>ἀποσχισθῆναί τινος</i>, αποχωρίζομαι από..., στον ίδ.· λέγεται για ποταμό, αποχωρίζομαι από το κύριο [[ρεύμα]], [[σχηματίζω]] παραπόταμο, στον ίδ.· λέγεται για [[φυλή]], έχω αποσπαστεί από το αρχέγονο γενεαλογικό δέντρο, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[ἀποσχίζω]] τινὰ τοῦ λόγου, [[διακόπτω]] την [[ομιλία]] κάποιου, παρεμβάλλομαι στο λόγο του, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀποσχίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[σχίζω]] ή [[αποκόπτω]] [[τεμάχιο]] από [[κάτι]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποχωρίζω]] ή [[αποσπώ]] από, τινὰ ἀπό τινος, σε Ηρόδ. — Παθ., <i>ἀποσχισθῆναί τινος</i>, αποχωρίζομαι από..., στον ίδ.· λέγεται για ποταμό, αποχωρίζομαι από το κύριο [[ρεύμα]], [[σχηματίζω]] παραπόταμο, στον ίδ.· λέγεται για [[φυλή]], έχω αποσπαστεί από το αρχέγονο γενεαλογικό δέντρο, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., [[ἀποσχίζω]] τινὰ τοῦ λόγου, [[διακόπτω]] την [[ομιλία]] κάποιου, παρεμβάλλομαι στο λόγο του, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσχίζω:''' <b class="num">1)</b> откалывать (sc. πέτρην Hom. - in tmesi);<br /><b class="num">2)</b> отрывать (μυρσίνης φόβην Eur.);<br /><b class="num">3)</b> отделять, ответвлять (ποταμὸς ἀπέσχισται ἀπὸ τοῦ Βορυσθένεος Her.; ἀποσχιζόμεναι ἀπὸ τῶν ὄψεων ἀκτῖνες Arst.); φεύγειν τινὰ καὶ ἀποσχίζεσθαι Plat. избегать общения с кем-л.;<br /><b class="num">4)</b> отвлекать, склонять к отпадению (τινά Plat., Plut. и τινὰ [[ἀπό]] τινος Her.);<br /><b class="num">5)</b> прерывать: ἀ. τινὰ τοῦ λόγου Arph. перебивать чью-л. речь.
}}
}}