ἀστάθμητος: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀστάθμητος]], -ον) [[σταθμώ]]<br /><b>1.</b> ο [[αζύγιστος]]<br /><b>2.</b> ο [[αβαρής]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί ή να προβλεφθεί (φρ., «αστάθμητοι παράγοντες»)<br /><b>4.</b> ο [[ασυλλόγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κινητός]], ο [[άστατος]]<br /><b>2.</b> ο [[αβέβαιος]], ο [[ευμετάβολος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀστάθμητον</i><br />η [[αβεβαιότητα]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀστάθμητος]], -ον) [[σταθμώ]]<br /><b>1.</b> ο [[αζύγιστος]]<br /><b>2.</b> ο [[αβαρής]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί ή να προβλεφθεί (φρ., «αστάθμητοι παράγοντες»)<br /><b>4.</b> ο [[ασυλλόγιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κινητός]], ο [[άστατος]]<br /><b>2.</b> ο [[αβέβαιος]], ο [[ευμετάβολος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀστάθμητον</i><br />η [[αβεβαιότητα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀστάθμητος:''' -ον (σταθμάομαι), [[ασταθής]], [[άστατος]], <i>ἀστέρες</i>, σε Ξεν.· ὁ [[δῆμος]] ἀστάθμητον [[πρᾶγμα]], σε Δημ.· [[αβεβαιότητα]] της ζωής, σε Ευρ.· <i>τὸ ἀστάθμητον</i>, το αβέβαιο, σε Θουκ.
}}
}}