Anonymous

ἀστάθμητος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀστάθμητος:''' -ον (σταθμάομαι), [[ασταθής]], [[άστατος]], <i>ἀστέρες</i>, σε Ξεν.· ὁ [[δῆμος]] ἀστάθμητον [[πρᾶγμα]], σε Δημ.· [[αβεβαιότητα]] της ζωής, σε Ευρ.· <i>τὸ ἀστάθμητον</i>, το αβέβαιο, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀστάθμητος:''' -ον (σταθμάομαι), [[ασταθής]], [[άστατος]], <i>ἀστέρες</i>, σε Ξεν.· ὁ [[δῆμος]] ἀστάθμητον [[πρᾶγμα]], σε Δημ.· [[αβεβαιότητα]] της ζωής, σε Ευρ.· <i>τὸ ἀστάθμητον</i>, το αβέβαιο, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστάθμητος:''' <b class="num">1)</b> неустойчивый, подвижный (ἀστέρες Xen.);<br /><b class="num">2)</b> непостоянный, изменчивый ([[ἄνθρωπος]] Arph.; [[δῆμος]] Dem.; φοραῖς ἀσταθμήτοις φέρεσθαι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> шаткий, ненадежный, непрочный ([[αἰών]] Eur.).
}}
}}