3,274,216
edits
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γνωστικός]], -ή, -όν) [[γνώστης]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στη [[γνώση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το γνωστικό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[σύνεση]], η [[φρονιμάδα]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ.</b>) <i>Γνωστικοί</i>, <i>οι</i><br />οι οπαδοί του γνωστικισμού<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φρόνιμος]], [[συνετός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ γνωστική</i><br />η [[δύναμη]] ή [[δυνατότητα]] του να κατανοήσει [[κάποιος]] [[κάτι]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[γνωστικός]], -ή, -όν) [[γνώστης]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στη [[γνώση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το γνωστικό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[σύνεση]], η [[φρονιμάδα]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ.</b>) <i>Γνωστικοί</i>, <i>οι</i><br />οι οπαδοί του γνωστικισμού<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φρόνιμος]], [[συνετός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ γνωστική</i><br />η [[δύναμη]] ή [[δυνατότητα]] του να κατανοήσει [[κάποιος]] [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γνωστικός:''' -ή, -όν ([[γιγνώσκω]]), [[ικανός]] προς [[μάθηση]]· <i>ἡ γνωστική</i> (ενν. [[δύναμις]]), η [[δύναμη]], η [[ικανότητα]] της μάθησης, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |