γνωστικός

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωστικός Medium diacritics: γνωστικός Low diacritics: γνωστικός Capitals: ΓΝΩΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: gnōstikós Transliteration B: gnōstikos Transliteration C: gnostikos Beta Code: gnwstiko/s

English (LSJ)

γνωστική, γνωστικόν, of knowing or for knowing, cognitive: ἡ γνωστική (sc. ἐπιστήμη), theoretical science (opp. πρακτική), Pl.Plt. 258e, etc.; τὸ γνωστικόν = cognitive faculty ib.261b; ἕξεις γ. Arist.AP0.100a11 (Comp.); γ. εἰκόνες Hierocl.in CA25p.475M.: c. gen., able to discern, Ocell. 2.7. Adv. γνωστικῶς = intellectually, concerning knowledge, with knowledge, wisely, spiritually Procl.Inst.39, Dam.Pr.79, Phlp.in Ph.241.22.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I ref. al conocimiento y la ciencia
1 del conocimiento, cognoscitivo, teórico τέχναι Pl.Plt.259e, ἐπιστήμη Pl.Plt.267a, cf. 260a, συμπάσας ἐπιστήμας διαίρει, τὴν μὲν πρακτικὴν ... τὴν δὲ μόνον γνωστικήν Pl.Plt.258e
c. gen. que trata de conocer, que se ocupa científicamente ὅλων Hero Def.136.22, τέχνη γ. ὑγιεινῶν καὶ νοσωδῶν Gal.17(2).227
subst. ἡ γνωστική = la ciencia teórica Pl.Plt.259d, 260b, 263e, tb. τὸ γ. Pl.Plt.261b.
2 cognoscitivo, capaz de conocer ἕξεις Arist.APo.110a11, δύναμις Procl.Inst.39, cf. Porph.Sent.43, Dam.Pr.26, Olymp.in Grg.12.3, in Alc.9.3, c. gen. αἱ ψυχαὶ γνωστικὴν τοῦ αἰσθητοῦ δύναμιν ἔχουσιν Plu.2.1023d, γ. καὶ κριτικὴ πάντων ἁφή el sentido del tacto es capaz de conocer y discernir todo Ocell.25, cf. Hierocl.in CA 25.3
subst. τὸ γνωστικόν = la capacidad de conocimiento Strato Lamps.130, Clem.Al.Strom.6.11.91, Dion.Ar.CH 7.1.
II rel. la relig.
1 conocedor del futuro, vaticinador φασὶ ... γνωστικώτατον γεγονέναι de Epiménides, D.L.1.114 (cód.).
2 en lit. crist. intelectual, de la mente, del espíritu πίστις Clem.Al.Strom.6.8.68, διδασκαλία Clem.Al.Strom.6.15.119, ἀγωγή Clem.Al.Strom.6.15.131, de la interpretación de las Escrituras, Clem.Al.Strom.6.15.131, παράδοσις Clem.Al.Strom.5.10.64, θεωρήματα Clem.Al.Strom.6.17.150
subst. ὁ γνωστικός = persona dedicada al intelecto o a la contemplación, contemplativo Clem.Al.Strom.7.16.102, Diad.Perf.72.
3 gnóstico que pretende una interpretación intelectual teológica a partir de ciertos postulados, como la herejía valentiniana αἵρεσις Iren.Lugd.Haer.1.11.1
subst. ὁ γνωστικός = gnóstico, miembro de una secta gnóstica Iren.Lugd.Haer.1.25.6, Hippol.Haer.5.2.4, γνωστικῶν γνωστικώτεροι de ciertos desarrollos de tales sectas, Iren.Lugd.Haer.1.11.5
subst. τὸ γνωστικώτερον conocimiento intelectual mayor, o irón. gnosticismo exagerado ἐπὶ τὸ ὑψηλότερον καὶ γνωστικώτερον ἐπεκτεινόμενος Iren.Lugd.Haer.1.11.3.
III adv. γνωστικῶς
1 por medio del conocimiento Procl.Inst.39, Dam.Pr.79, Phlp.in Ph.241.22, op. διὰ πίστεως Clem.Al.Strom.4.18.113.
2 sabia, intelectual o espiritualmente Clem.Al.Strom.4.23.148.

German (Pape)

[Seite 499] das Erkennen, Einsehen betreffend; ἡ γνωστική, sc. ἐπιστήμη, im Gegensatz der πρακτική, Plat. Polit. 258 e ff; τὸ γνωστικόν 261 b; leicht einsehend, D. L. 1, 114; Plut. – Adv., oft Clem. Al.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
apte à connaître, capable de connaissance.
Étymologie: γιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

γνωστικός:
1 познавательный, познающий (ἕξεις Arst.; τοῦ αἰσθητοιῦ δύναμις Plut.);
2 сведущий, знающий, ученый, Diog. L.
II ὁ поздн. филос. гностик.

Greek (Liddell-Scott)

γνωστικός: -ή, -όν, ἱκανός εἰς τὸ γιγνώσκειν· ἡ γνωστικὴ (ἐνν. δύναμις), ἡ δύναμιςἱκανότης τοῦ γιγνώσκειν, ἀντίθ. τῷ ἡ πρακτική, Πλάτ. Πολιτ. 258Ε, κτλ.· οὕτω, τό γνωστικόν αὐτόθι 261Β·)·-οἱ γνωστικοί, φιλόσοφοι ἰσχυριζόμενοι ὅτι εἶχον βαθυτέραν σοφίαν, Ἐκκλ.― Ἐπίρρ.–κῶς, συχν. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 292c, 1020a, κ. ἀλλ. (Migne).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γνωστικός, -ή, -όν) γνώστης
1. αυτός που αναφέρεται στη γνώση
2. το ουδ. ως ουσ. το γνωστικό(ν)
η σύνεση, η φρονιμάδα
3. (το αρσ. πληθ.) Γνωστικοί, οι
οι οπαδοί του γνωστικισμού
νεοελλ.
φρόνιμος, συνετός
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ γνωστική
η δύναμη ή δυνατότητα του να κατανοήσει κάποιος κάτι.

Greek Monotonic

γνωστικός: -ή, -όν (γιγνώσκω), ικανός προς μάθηση· ἡ γνωστική (ενν. δύναμις), η δύναμη, η ικανότητα της μάθησης, σε Πλάτ.

Middle Liddell

γιγνώσκω
good at knowing: ἡ -κή (sc. δύναμις) the faculty of knowing, Plat.