ἐπινίσσομαι: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπινίσσομαι]], (Α)<br /><b>1.</b> [[πηγαίνω]] [[κάπου]] («πεδίων ἐπινίσσεται», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> επισκἐπτομαι («καὶ θεοὺς ἐπινίσσεται ἄτη», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[νίσσομαι]], παράλλ. τ. του [[νέομαι]] «[[επανέρχομαι]]»].
|mltxt=[[ἐπινίσσομαι]], (Α)<br /><b>1.</b> [[πηγαίνω]] [[κάπου]] («πεδίων ἐπινίσσεται», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> επισκἐπτομαι («καὶ θεοὺς ἐπινίσσεται ἄτη», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[νίσσομαι]], παράλλ. τ. του [[νέομαι]] «[[επανέρχομαι]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπινίσσομαι:'''<b class="num">1.</b> αποθ., [[επέρχομαι]], με γεν., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[επισκέπτομαι]], σε Θεόκρ.
}}
}}