ἐπινίσσομαι
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
English (LSJ)
A go over, c. gen., πεδίων S.OC689 (lyr.).
2. c. acc., come upon, visit, A.R.4.817, Nic.Th.470, Pae.Delph.6: abs., Theoc. 8.43, A.R.4.281. (Written with single -σ-, Pae.Delph. l.c.)
German (Pape)
[Seite 965] darüber hingehen, πεδίων, über die Felder, Soph. O. C. 695; absol., dazu-, ankommen, Theocr. 8, 43; c. acc., καὶ γάρ τε θεοὺς ἐπινίσσεται ἄτη Ap. Rh. 4, 817, wie οὔρεα Nic. Th. 470; vgl. Qu. Sm. 12, 463.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
s'avancer sur, gén..
Étymologie: ἐπί, νίσσομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινίσσομαι:
1 (по чему-л.) проходить, протекать: ἐ. πεδίων Soph. протекать по равнинам;
2 проплывать (ἔνθα καλὰ Ναῖς ἐπινίσσεται Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινίσσομαι: Ἀποθ., ἐπέρχομαι, μετὰ γεν., πεδίων Σοφ. Ο. Κ. 689. 2) μετ’ αἰτ., ἐπέρχομαι, ἐπισκέπτομαι, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 817, Νικ. Θ. 470· ἀπολ., Θεόκρ. 8. 43, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 281.
Greek Monolingual
ἐπινίσσομαι, (Α)
1. πηγαίνω κάπου («πεδίων ἐπινίσσεται», Σοφ.)
2. επισκἐπτομαι («καὶ θεοὺς ἐπινίσσεται ἄτη», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νίσσομαι, παράλλ. τ. του νέομαι «επανέρχομαι»].
Greek Monotonic
ἐπινίσσομαι:1. αποθ., επέρχομαι, με γεν., σε Σοφ.
2. επισκέπτομαι, σε Θεόκρ.