καταμεθύσκω: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταμεθύσκω]] (Α)<br />[[κάνω]] κάποιον να μεθύσει [[τελείως]].
|mltxt=[[καταμεθύσκω]] (Α)<br />[[κάνω]] κάποιον να μεθύσει [[τελείως]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταμεθύσκω:''' αόρ. αʹ <i>-εμέθῠσα</i>, μτβ., κάνω κάποιον να μεθύσει εντελώς, σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
}}