Anonymous

καταμεθύσκω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταμεθύσκω:''' αόρ. αʹ <i>-εμέθῠσα</i>, μτβ., κάνω κάποιον να μεθύσει εντελώς, σε Ηρόδ., Πλάτ.
|lsmtext='''καταμεθύσκω:''' αόρ. αʹ <i>-εμέθῠσα</i>, μτβ., κάνω κάποιον να μεθύσει εντελώς, σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταμεθύσκω:''' (aor. κατεμέθυσα) поить допьяна, опьянять (τινά Her., Plat.); pass. быть подпаиваемым ([[ὑπό]] τινος Diod.) или напиваться, быть пьяным Polyb.
}}
}}